Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Charles Burton Barber (1845-1894)


Charles Burton Barber (1845-1894), Άγγλος ζωγράφος ,
ένας από τους καλύτερους παιδιώνμε τα κατοικίδιά τους.Κέρδισε την εμπιστοσύνη του βασιλικού οίκου και έφτιαξε πορτραίτα της βασίλισσας Βικτώρια με τα εγγόνια και ζώα της
καθώς και του πρίγκιπα της Ουαλίας.
Μια σειρά έργων του περιλαμβάνονται στη Βασιλική Συλλογή. Είχε εκθέσει στην Βασιλική Ακαδημία από το 1866 έως το 1893.Το 1883 εξελέγη μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου ζωγράφων


















































































Το δώρο της Πίπση.

φωτό από cosmopolitan.gr


Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία μιας γάτας. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσκημη και άκομψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόμματη και τραχιά σαν μπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική μου. Όμως μου έκανε ένα θαυμάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο. Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!) Το παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο. Πέρασε και άλλος καιρός μέχρι να συμφωνήσω με τους κληρονόμους για την ενοικίαση και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές. Για αρκετούς μήνες, αφού μετακόμισα, έβλεπα μία γριά και άσκημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές - και οι δικές μου και οι τακτικές επισκέπτριες και οι περαστικές. Όμως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα ενώ έβγαζε ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο - κάτι ανάμεσα ουρλιαχτό και παράπονο. Φερόταν σαν άγρια γάτα - αλλά δεν έμοιαζε άγρια. Όταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο της άνοιγα να μπει αλλά αυτή στεκόταν εκεί στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. Έτρωγε το φαγητό που της έδινα, με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουνα την προκαθορισμένη απόσταση. Αν στεκόμουν κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική. Το αίνιγμα λύθηκε όταν μίλησα με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. 'Ηταν η γάτα του! Η μοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα. Πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνων - υπέργρια. Όταν πέθανε ο γιατρός, δεν την βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν - κι ούτε που την σκέφτηκαν. Κι εκείνη, πήρε τα βουνά και έγινε άγρια. Δηλαδή, το σπίτι που έμενα ήταν το δικό της! Έκανα ότι μπορούσα να την πείσω να επιστρέψει - μάταια. Δεν εμπιστευόταν κανένα. Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στο δρόμο, επέζησε - αλλά δεν πίστευε πια σε τίποτα. Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με την μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγω το παράθυρο και - δεν πιστεύω τα μάτια μου - μπαίνει στο σπίτι. Πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, μυρίζει δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, ψάχνει - και τελικά έρχεται εκεί που καθόμουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά μου. Η Πίπση - που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα! Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά μου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε - και μία μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά. Δεν τα πήρε όλα όμως. Έμεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής μου. Το καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.



Νίκος Δήμου

Πηγή: www.lifo.gr

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟ



Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ’ ἄφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μὲς στὰ σύγνεφα πετᾶς, μὲς στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις·
φωλιάζεις μὲς στὰ κράκουρα, σχυνομιλᾶς μὲ τ’ ἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τ’ ἄγρια ἀστραποπέλεκα καὶ βασιλιάν σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.

Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη
κι ἀπ’ ἄφαντο κι ἀπ’ ἄπλερο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει·
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀϊτός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ βαθιὰ μὲς στ’ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει τὴ νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ’ ἀψήλου ν’ ἀνεβῶ· ν’ ἀράξω θέλω, ἀϊτέ μου,
μὲς στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
θέλω ν’ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ’ ἐσένα.
Θέλω τ’ ἀνήμερο καπρί, τ’ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερινή μου κι ἀκριβῆ νὰ τὰ ’χω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ’ ἀγέρι
νὰ ’ρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι,
νὰ μοῦ χαϊδεύη τὰ μαλλιὰ καὶ τ’ ἀνοιχτά μου στήθη.

Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες,
νὰ μοῦ προσφέρουν γιατρικὸ τ’ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαηδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νὰ ’χω στρῶμα μου, νὰ ’χω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμῶ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ’ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν’ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.

Ἀπὸ ἡμερόδεντρον, ἀϊτέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ’ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν’ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν’ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν’ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια.
Καὶ τυραννιέμαι καὶ πονῶ καὶ σβηέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραϊτέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δώσ’ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε μὲ μαζί σου,
πάρε μὲ ἀπάνω στὰ βουνά, τί θὰ μὲ φάει ὁ κάμπος!

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Οι τετράποδοι ήρωες του διαστήματος



(Τζόναθαν Καμπιόν)
Εδώ και πολλές δεκαετίες, τα ζώα καταβάλλουν το δικό τους τίμημα στο βωμό της εξερεύνησης του διαστήματος. Είτε ταξιδεύουν ως προπομποί επανδρωμένων πτήσεων, είτε παραμένουν για πολύ καιρό στο διάστημα, τελικά δεν έχουν όλα ένα ευτυχισμένο τέλος.



Σκύλοι - αστροναύτες. Από τα αριστερά προς τα δεξιά: Μπέλκα, Ζβιόζντοτσκα, Τσερνούσκα και Στρέλκα.


Πέντε σαύρες, ανάμεσα σε άλλα ζώα που είχαν σταλεί μόνα τους στο διάστηματον περασμένο Ιούνιο, δεν επέστρεψαν ζωντανές πίσω στη Γη. Θα ενταχθούν κι αυτές στη λίστα των ζώων, που θα θυμόμαστε πάντα με στοργή, γιατί θυσιάστηκαν για να κατανοήσουμε το Σύμπαν.

Η αποστολή των ζώων στο διάστημα με την κάψουλα Photon-M4 πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνιο στο πλαίσιο επιστημονικού πειράματος, που είχε ως στόχο να διαπιστωθούν οι συνέπειες για τους ζωντανούς οργανισμούς από την έλλειψη βαρύτητας. Τα ζώα είχαν επιλεγεί για τη συγκεκριμένη μελέτη από το Ινστιτούτο Βιοϊατρικής της Μόσχας, λόγω του ανθεκτικού μεταβολισμού τους (και των ποδιών τους που είναι κολλώδη) που θα τους επέτρεπαν να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες συνθήκες κατά τη διάρκεια του δίμηνου ταξιδιού τους. Αλλά η διαστημική κάψουλα επέστρεψε στη Γη χωρίς επιζώντες ή νέες γενιές επί του σκάφους.


Οι επιστήμονες θορυβήθηκαν τόσο πολύ από τους θανάτους που υποσχέθηκαν πως δεν θα ξαναστείλουν ποτέ σαύρες στο διάστημα, ενώ η διαστημική υπηρεσία της Ρωσίας Roscosmos συνέστησε επιτροπή έρευνας για τα αίτια του θανάτου των συμπαθών ζώων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, καταψύχθηκαν εξαιτίας τεχνικού προβλήματος στα συστήματα υποστήριξης της ζωής τους.

Αλλά, αυτόδεν ήταν το πρώτο ρωσικό διαστημικό πείραμα αναπαραγωγής ζώων. Πάνω από μια δεκαετία, ο διαστημικός σταθμός Μιρ εκπονούσε το πρόγραμμα «Πριρόντα» («Φύση»), και το 1990 γεννήθηκαν οι πρώτοι νεοσσοί ορτυκιών. Δεν μπορούσαν όμως να προσαρμοστούν στην έλλειψη βαρύτητας, οπότε σύντομα πέθαναν, και μόνον ένα ζευγάρι κατάφερε να επιστρέψει ζωντανό στη Γη.

Σκύλοι στο διάστημα

Τα περισσότερα ζώα που έχει στείλει η Ρωσία στο διάστημα-πριν από τις σαύρες- είναι τα συμπαθή τετράποδα, οι σκύλοι. Ποντίκια, αρουραίοι και ινδικά χοιρίδια ήταν χρήσιμα μόνο για πειράματα σε εργαστήρια, ενώ οι πίθηκοι, παρά τη βιολογική ομοιότητά τους με τον άνθρωπο, προσαρμόζονται πολύ αργάσε νέες συνθήκες. Η Αμερική έστειλε με κάψουλες στο διάστημα πιθήκους υπό την επήρεια ναρκωτικών, αλλά οι Ρώσοι επιστήμονες υποστήριξαν πως κάτι τέτοιο υποβαθμίζει τα αποτελέσματα του πειράματος, καθώς η νάρκωση "σβήνει" τον εγκεφαλικό φλοιό.

Στις αποστολές των σοβιετικών διαστημικών προγραμμάτων χρησιμοποιούνταν αδέσποτα σκυλιά. Το 1960, δύο αδέσποτα ονόματι Μπέλκα και Στρέλκα, παρέμειναν μια μέρα στο διάστημα με τον Σπούτνικ 5. Ο Νικίτα Χρουστσόφ στη διάρκεια της «απόψυξης» του Ψυχρού Πολέμου χάρισε μάλιστα ένα από τα κουτάβια -την Στρέλκα- στην οικογένεια του Τζον Κένεντι. Πρόσφατα, επίσης, οι Μπέλκα και Στρέλκα ενέπνευσαν τη δημιουργία ταινίας κινουμένων σχεδίων για παιδιά.

Οι πρώτοι σκύλοι-αστροναύτες

Το ταξίδι των πιο γνωστών σκύλων-κοσμοναυτών, της Μπέλκα και της Στρέλκα, ολοκληρώθηκε με επιτυχία, αφού πέρασαν σχεδόν ένα 24ωρο σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας μέσα στο διαστημόπλοιο “Σπούτνικ-5”. Προτού πραγματοποιηθεί αυτή η πετυχημένη πτήση, είχαν χαθεί δεκαοκτώ άλλοι σκύλοι. Είχαν πεθάνει λόγω αποσυμπίεσης, βλάβης αλεξίπτωτου, ή προβλημάτων στο σύστημα υποστήριξης ζωής.

Ένα μήνα πριν από την πτήση του Γκαγκάριν είχε ξεκινήσει μια δοκιμαστική πτήση με την σκυλίτσα, Ζβιόζντοτσκα (Μικρή Αστέρω), μέσα σε διαστημική κάψουλα. Όταν προσγειώθηκε πίσω στη Γη σε ένα χωριό κοντά στο Περμ, η σκυλίτσα είχε εξαφανιστεί από την κάψουλά της. Η ομάδα αναζήτησης τη βρήκε τελικά στο σπίτι κάποιου ντόπιου που την είχε πάρει μαζί του για να την ταΐσει. Σήμερα, στην πόλη Ιζέβσκ υπάρχει ένα άγαλμα προς τιμήν της. Ωστόσο, δεν είχαν ευτυχισμένο τέλος όλοι οι σκύλοι που ταξίδεψαν στο διάστημα.

Το 1951 η Σοβιετική Ένωση έστειλε τα πρώτα σκυλιά στο διάστημα από την εξέδρα εκτόξευσης Καπούστιν Γιαρ. Ο πύραυλος Р-1B, που μετέφερε τους Ντέζικ και Τσιγκάν, πέταξε στα 88 χιλιόμετρα και στη συνέχεια, το μπροστινό τμήμα της κάψουλας διαχωρίστηκε από το πίσω μέρος, ενόσω τα σκυλιά ήταν μέσα, και με τη βοήθεια αλεξίπτωτου η κάψουλα προσεδαφίστηκε κοντά στο σημείο από όπου είχε ξεκινήσει. Οι Ντέζικ και Τσιγκάν ήταν ζωντανοί και σε καλή κατάσταση.

Μια εβδομάδα αργότερα πραγματοποιήθηκε νέα πτήση με τον Ντεζίκ να έχει νέα παρέα την σκυλίτσα, Λίζα. Αυτή τη φορά όμως το αλεξίπτωτο της κάψουλας δεν άνοιξε και τα δύο σκυλιά πέθαναν. Αμέσως μετά την τραγωδία, τον Τσιγκάν που είχε επιβιώσει, από τον πρώτη πτήση τον υιοθέτησε ο επικεφαλής του προγράμματος, ο ακαδημαϊκός Μπλαγκονράβοφ και έκτοτε τα σκυλιά που γεννιόντουσαν στο διάστημα δίνονταν στους αξιωματούχους της ΕΣΣΔ ως μετάλλια για την εξαιρετική προσφορά τους.

«Η πιο άτυχη σκυλίτσα στον κόσμο»

Το 1957 συνέβη μια άλλη τραγωδία. Με αφορμή τα 40 χρόνια από τη σοβιετική επανάσταση αποφασίστηκε να εκτοξευθεί ένας δορυφόρος και να τεθεί σε τροχιά γύρω από τη Γη, με έναν ζωντανό πλάσμα επί του σκάφους. Μέχρι τότε οι σκύλοι επιβιβάζονταν σε διαστημικές κάψουλες μόνον για σύντομο χρονικό διάστημα.

Οι φωτογράφοι μάλιστα πρότειναν να είναι λευκό σκυλί, γιατί «γράφει» καλύτερα στον φωτογραφικό φακό. Οι επιστήμονες είχανς τη διάθεσή τους μόνο τρεις κατάλληλες υποψηφίους: την Αλμπίνα, την Λάικα και την Μούχα. Η Αλμπίνα ήταν έγκυος και η Μούχα είχε ελαφρώς στραβά πόδια, που την έκαναν λιγότερο φωτογενή.



Πριν από την πτήση εισήγαγαν στο σώμα της Λάικα συσκευές για τη μέτρηση της αναπνοής και του σφυγμού της. Η πτήση ξεκίνησε στις 3 Νοεμβρίου, 1957 κι όταν ο δορυφόρος τέθηκε σε τροχιά μέσω ραδιοφωνικών σημάτων, επιβεβαιώθηκε ότι είχε φτάσει ζωντανή στο διάστημα. Στις 5 Νοεμβρίου, όμως, η New York Times την αποκαλούσε ως την «πιο μοναχική, άτυχη μαλλιαρή σκυλίτσα στον κόσμο, σε τροχιά χιλίων μιλίων πάνω από τη Γη».

Μόλις η Λάικα πέθανε, το Κρεμλίνο έλαβε επιστολές διαμαρτυρίας απότις ΗΠΑ και την Ευρώπη, για βάναυση μεταχείριση των ζώων, προτείνοντας την εκτόξευση στο διάστημα του σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουτσόφ, αντί των ζώων.

Τα πραγματικά αίτια του θανάτου της Λάικα αποκαλύφθηκαν 45 χρόνια μετά. Σε ένα συνέδριο στο Χιούστον ο ερευνητής του Ινστιτούτου Βιοϊατρικής, Ντμίτρι Μαλασένκοφ, αποκάλυψε ότι είχε πεθάνει λίγες ώρες μετά την εκτόξευση από το άγχος και την υπερθέρμανση. Η ιστορία της Λάικα εξακολουθεί να συγκινεί ακόμη και σήμερα. Πολλοί δίνουν το όνομά της στα διαδικτυακά blog τους, ρώσοι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας θέλουν τη Λάικα να σώζεται από εξωγήινους, ενώ ροκ συγκροτήματα έχουν γράψει τραγούδια γι 'αυτήν.

Μέχρι την άνοιξη του 1961, η Σοβιετική Ένωση είχε εκτοξεύσει 29 διαστημικές κάψουλες που μετέφεραν 48 σκυλιά, εννέα εκ των οποίων ταξίδεψαν στο διάστημα. Πολλά συμμετείχαν σε επιτυχείς αποστολές, αλλά 12 από τα 48 δεν επέστρεψαν ζωντανά στη Γη.

ΠΗΓΗ:

ΤΟ ΚΑΜΗΛΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΚΕΦΑΛΙ

                                                              

Ο Αλής από μικρό παιδί δούλευε στα καραβάνια. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τη ζωή, οι ήχοι των κουδουνιών που έρχονταν απ’ τους προγόνους του, ζυμωμένοι στο αίμα του, ξυπνήσαν.
«Πάρε με με τις καμήλες, πατέρα!»
«Έλα! Από αύριο θα ’ρχεσαι με τις καμήλες».
Απ’ την άλλη μέρα καβαλικεύοντας τα πισινά του γαϊδαριού, ο μικρός Αλής άρχισε να πορεύεται το δρόμο της Ανατολής. Δεν ήταν δικές του οι καμήλες. Ποτές ο πατέρας του δεν είχε δικές του καμήλες. Δούλευε για άλλον αφέντη. Και σαν πέθανε, δεν άφησε στο γιο του τίποτα, πάρεξ το δεσμό με τους ήχους.
Ο Αλής δεν πρόκοψε πιο πολύ απ’ τον πατέρα του. Σα μεγάλωσε, άρχισε κι αυτός να δουλεύει σε ξένες καμήλες. Μα όταν ήρθε ο καιρός που οι άνθρωποι παντρεύονται, μπόρεσε να βρει και να πάρει δική του μια γυναίκα.
Την άλλη μέρα που παντρευτήκαν, όταν Αλής ξεκινούσε με το καραβάνι του, η γυναίκα του βγήκε απ’ το καλύβι τους να τον ξεπροβοδίσει και του είπε:
«Σ’ εννιά μήνες θα ’χουμε παιδί. Κοίταξε να κάμεις δικές σου καμήλες, γιατί θα ’χουμε να θρέψουμε ένα στόμα ακόμα».
Ο Αλής αυτά ακούγοντας έγινε σοβαρός κι άρχισε να κάνει οικονομίες. Ταξιδεύοντας στο δρόμο της Ανατολής έτρωγε σκέτο ψωμί, δεν ξενυχτούσε σε χάνια. Έβαλε έτσι λίγα γρόσα στην άκρη.
Όμως σαν ήρθαν οι εννιά μήνες, παιδί δεν τους ήρθε.
«Καλά. Θα ’χουμε τον άλλο χρόνο», είπε η γυναίκα. «Εσύ να κάμεις τις οικονομίες σου».
Αυτό βάσταξε πολλά χρόνια. Ο Αλής έκανε τις οικονομίες του, κ’ η γυναίκα του δεν του έκανε παιδιά, επειδή ήταν στείρα. Όταν τέλος βεβαιωθήκανε πως δε θα τους έρθει παιδί, γυναίκα είπε:
«Για μέτρησε, Αλή, το θησαυρό που μάζεψες ίσαμε τώρα. Μπορούμε ν’ αγοράσουμε μια δική μας καμήλα για τα γεράματά μας;»
Ο Αλής ξαγρύπνησε κείνο το βράδυ, και σαν έβγαινε ο ήλιος είχε μετρήσει το θησαυρό του. Όχι, δεν έφτανε για ν’ αγοράσουν μια καμήλα. Μισή καμήλα μονάχα θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν.
Τότες καθίσανε, ο Αλής κ’ η γυναίκα του, άλλη μια νύχτα και ξαγρύπνησαν, μπας και βρούνε με τι τρόπο ν’ αγοράσουνε μισή καμήλα. Όταν βγήκε πάλι ο ήλιος, το είχαν βρει κ’ είχαν συμφωνήσει τι να κάμουν.
Ζούσε κείνον τον καιρό κ’ ένας άλλος, δεύτερος Αλής, πατριώτης τους, που δούλευε σε ξένα καραβάνια στα μέρη του Καζ-Νταγ, πολύ μακριά απ’ την πατρίδα τους. Πολύ σπάνια αυτός ο άλλος Αλής ερχόταν στο φαράγγι των τσιτμήδων, σαν τύχαινε η δουλειά να τον φέρει κατά τα μέρη εκείνα. Αυτές τις μέρες βρισκόταν στο χωριό.
Πάει ο πρώτος Αλής και τον βρίσκει.
«Αλή», του λέει. «Τόσα χρόνια δουλεύεις κ’ εσύ σε ξένα καραβάνια, και δική σου μήτε μια καμήλα δεν απόταξες. Δε θα το ’θελες να είχες;»
Ο δεύτερος Αλής αποκρίνεται:
«Θα το ’θελα πολύ. Μα δεν έχω τον πλούτο που χρειάζεται να πάρω μια δική μου καμήλα».
Ο πρώτος Αλής:
«Ξέρεις πόσον πλούτο έχεις;»
«Ξέρω».
«Για πόσο φτάνεις;»
«Φτάνει για μισή καμήλα».
«Κ’ εγώ έχω πλούτο για μισή καμήλα. Δε βάζουμε μαζί τα γρόσα μας ν’ αγοράσουμε μια καμήλα συντροφική;»
Μιλήσανε πολύ και συμφωνήσαν. Αγοράσανε μια καμήλα και τη βάλανε να δουλεύει με το καραβάνι του Αλή. Ο δεύτερος Αλής έφυγε ύστερα για τα μέρη του Καζ-Νταγ. Κάθε φορά που θα γύριζε, θα κάνανε λογαριασμό το τι έβγαλε η καμήλα με τη δουλειά της και θα μοιράζονταν τα κέρδη.
Ο Αλής, τότε, κρέμασε ένα καινούργιο κουδούνι στο λαιμό της καμήλας τους, την έδεσε πρώτη στη σειρά πίσω απ’ το γαϊδούρι του και βγήκε στο μεγάλο δρόμο με το καραβάνι του. Ήταν πολύ περήφανος και πολύ σίγουρος για το μέλλον του κόσμου, και κάθε τόσο γύριζε πίσω να βεβαιωθεί πως η καμήλα του τον ακολουθά, πως υπάρχει.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος, όταν κάτι σημαντικό έγινε. Η συντροφική καμήλα γέννησε ένα καμηλάκι. Ο Αλής πολλές φορές είδε τις ξένες καμήλες να γεννούν. Όμως τώρα με τη δική του ταράχτηκε πολύ.
«Για κοίτα!» είπε στη γυναίκα του. «Έχουμε τώρα και μωρό…»
Κοίταξαν. Και αυτό που είδαν τάραξε την καρδιά τους σα βίαιος άνεμος. Κάτι απίστευτο και μοναδικό ήταν στο μικρό καμηλάκι: το πετσί και οι τρίχες στο κεφάλι του δεν είχαν χρώμα καφετί, καθώς οι άλλες καμήλες. Ήταν άσπρες. Ήταν ένα καμηλάκι με άσπρο κεφάλι: το μοναδικό καμηλάκι με άσπρο κεφάλι που έγινε σ’ όλη την Ανατολή.
Το νέο πήρε κ’ έδωσε στο χωριό των τσιτμήδων, στα γειτονικά χωριά που ήταν μες στο φαράγγι, σ’ όλους όσοι ταξιδεύαν το μεγάλο δρόμο που πάει στα παράλια. Όλοι τρέχανε να δουν το θαυμαστό άσπρο καμήλι, κι όλοι μακάριζαν τον Αλή.
Κι ο Αλής πια ζούσε σε αληθινή ευτυχία. Αγάπησε πολύ το νέο ζο, όπως τίποτα άλλο δεν είχε αγαπήσει ίσαμε τότε στη γη. Το μεγάλωνε με στοργή και με τρυφερότητα, του έβγαζε ονόματα δανεισμένα απ’ τον ουρανό και τη φύση – ονόματα δέντρων και καρπών – του έδινε όχι μονάχα το χαμούρι που τρώνε οι άλλες καμήλες, του έδινε σταφύλια και ζάχαρη και άλλα πολλά.
Τέλος, αγόρασε ένα καινούργιο κουδούνι, το ’δεσε με χάντρες γαλάζιες και κόκκινες και το πέρασε στο λαιμό του μικρού ζου. Όταν κι αυτό έγινε, το πήρε μαζί του στο πρώτο ταξίδι του για τα παράλια. Το καμηλάκι πήγαινε πάντα πλάι στη μάνα του, κι ο Αλής όλο γύριζε και το κοίταζε. Όμως κουράστηκε να γυρίζει, δεν το είχε συνηθίσει. Ο μεγάλος ήλιος έκαιγε πολύ από πάνω του, ο Αλής έκλεισε τα μάτια. Ο δρόμος ήταν έρημος, τίποτα δεν ακουγόταν· γι’ αυτό μες στον παρθένο χώρο υψωνόταν καθαρά σαν προσευχή η νέα συμφωνία. Μες στους παλιούς γνώριμους ήχους, αυτούς τους πίσω ήχους που ακολούθησαν τον Αλή σ’ όλα τα χρόνια της ζωής του ως σήμερα, ανακατευόταν τώρα ο νέος ήχος, ανατάραζε την παλιά αρμονία, έσβηνε τους άλλους τόνους κ’ έμενε αυτός, ο νέος, μόνος. Τι καλά που ήταν! Τι καλά που είναι να πορεύεσαι στο δρόμο της Ανατολής και πίσω σου να μην είναι έρημος, να μην είναι μονάχα ξένες φωνές, να ’ναι και μια δική σου, να ’ναι όλα τα χρόνια που κουράστηκες και υπόφερες καμωμένα ήχος στο λαιμό ενός μικρού καμηλιού με άσπρο κεφάλι…
Ο Αλής ήταν ευτυχισμένος και γαλήνιος. Η ζωή είχε πια νόημα και σημασία.
Μα το νέο έφταξε ίσαμε τα μακρινά μέρη του Καζ-Νταγ, όπου δούλευε ο δεύτερος Αλής. Ξεκινά αυτός κ’ έρχεται στο χωριό των τσιτμήδων.
«Ώρα καλή, σύντροφε!» λέει στον Αλή. «Τι νέα;»
«Έχουμε καλά νέα, σύντροφε. Η καμήλα μας γέννησε, κ’ έχουμε τώρα κ’ ένα μικρό καμήλι».
«Για να το δω!»
Το είδε, αλλά έκανε πως δεν πρόσεξε καν το άσπρο κεφάλι.
Λέει ο Αλής του Καζ-Νταγ:
«Λοιπόν, σύντροφε! Τώρα που έχουμε δυο ζωντανά, θέλω να χωρίσουμε τη συντροφιά μας. Εσύ θα πάρεις το ένα, εγώ το άλλο. Όποιο θέλεις διάλεξε».
Ετούτος ο Αλής, με το να έχει ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε γίνει σοφός και πονηρός. Σκεφτόταν: «Ο σύντροφός μου θα κρατήσει τη μεγάλη καμήλα. Δε γίνεται! Από μισή που ήταν δική του, θα την ορίζει ολάκερη. Έτσι εγώ θα πάρω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, θα το ταξιδέψω στο Καζ-Νταγ και θα το πουλήσω, στο δρόμο, στους αρκουδιάρηδες που έχουνε μαϊμούδες κι αρκούδες και μαζεύουνε γρόσα απ’ τον κόσμο δείχνοντάς τες. Θα βγάλω έτσι πιο πολλά απ’ ό,τι κάνει μια μεγάλη καμήλα».
Ο πρώτος Αλής κάθισε πάλι όλη τη νύχτα με τη γυναίκα του και ξαγρυπνήσαν για να βρούνε το τι έπρεπε να κάμουνε.
Η γυναίκα έλεγε:
«Φως φανερό, Αλή! Πρέπει να κρατήσεις τη μεγάλη καμήλα. Πού να ξαναβρούμε τέτοια τύχη, να ’χουμε μια μεγάλη καμήλα δική μας!»
Ο Αλής υπόφερνε, δεν μπορούσε να το φανταστεί πως θ’ αποχωριζόταν το καμήλι με το άσπρο κεφάλι.
«Μπας και δε θα μεγαλώσει κι αυτό;» έλεγε. «Ας το κρατήσουμε, να το μεγαλώσουμε!»
«Τι μου λες να το κρατήσουμε!» φώναζε η γυναίκα του. «Και στο μεταξύ τι θα μας δίνει; Κι αν στο μεταξύ ψοφήσει;»
Τέλος ο πραχτικός νους της γυναίκας στάθηκε πιο δυνατός απ’ την τρυφερότητα του Αλή, πιο δυνατός απ’ την αδύναμη θέλησή του.
Τ’ άλλο πρωί, με μάτια θολά απ’ την αγρύπνια και την πίκρα, ο Αλής αποχαιρέτησε το καμήλι με το άσπρο κεφάλι. Στάθηκε ολόρθος και κοίταζε το όραμα που έφευγε με πηδηχτό βάδισμα ζαρκαδιού ίσαμε που χάθηκε απ’ τα μάτια του. Τότε ο Αλής κατάλαβε σαν κάτι να του τραβούν απ’ την καρδιά του, κι όλα γύρω του να ’ναι έρημα, επειδή πια δεν θα ’χε σύντροφο του μεγάλου δρόμου, επειδή η τρυφερότητα που ήρθε τόσο αργά κ’ έπρεπε να ξοδευτεί πια δε θα είχε τρόπο.
Έγινε βαρύς κι αμίλητος. Δεν είχε όρεξη να φάει κι αδυνάτιζε κάθε μέρα. Πίσω του, ενώ όδευε με το καραβάνι του, πάντα τον ακολουθούσαν οι ήχοι. Μες στους ήχους ήταν και η δική του καμήλα, που τώρα ήταν ολότελα δική του. Μα για τον Αλή οι φωνές είχαν σωπάσει, οι ήχοι δε μιλούσαν πια. Γιατί στον τόπο τους είχε μπει τώρα άλλη φωνή πιο δυνατή, αυτή που θα ’ρθει σε κάθε άνθρωπο, μια φορά μονάχα και ποτέ άλλη, κ’ ύστερα ο άνθρωπος θα την κυνηγά σα σκιά που φεύγει, πάντα φεύγει.



Κι ο Αλής παράτησε τη γυναίκα του στο φαράγγι των τσιτμήδων, παράτησε τις ξένες καμήλες, γιατί πια είχε γίνει κακός καμηλιέρης και τον διώξανε, πήρε τη δική του καμήλα και τράβηξε στα μέρη του Καζ-Νταγ.
Βρίσκει τον παλιό του σύντροφο και του λέει:
«Πάρε την καμήλα μου. Πάρε και το γαϊδούρι μου. Πάρε και το καλύβι που έχω στο φαράγγι. Πάρε ό,τι έχω. Μα δώσ’ μου πίσω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι…»
«Δεν το έχω πια, Αλή», του αποκρίνεται ο σύντροφός του. «Το πούλησα στο δρόμο».
Ο Αλής από τότε όλο γυρίζει. Μόλις ξημερώσει μπαίνει στο μεγάλο δρόμο, και κοιμάται όπου βραδιαστεί. Το γαϊδουράκι του πορεύεται υπομονετικά, και πίσω του δεμένη, έρημη και μόνη, ακολουθά η καμήλα του, ταράζοντας με τον ήχο του κουδουνιού της τη ζεστή σιωπή της γης. Οι άνθρωποι τον περιγελούνε και τον πειράζουνε. Οι πιο συμπονετικοί του λένε πως είναι τρέλα, πως είναι μάταιο να γυρίζει. Τον συμβουλεύουνε να πάει πίσω στο φαράγγι και στο καραβάνι του. Όμως ο Αλής δεν τους ακούει. Επειδή δεν μπορεί να το πιστέψει, επειδή δε θέλει να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.


 Από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη
«Αιολική γη»



Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Εικασίες για τα άγρια ζώα


΄Εχουμε ξεχάσει τα άγρια ζώα. Πέρασαν χιλιάδες χρόνια, στη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι τα σκεφτόντουσαν στον ξύπνιο και στον ύπνο.
ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ

΄Ελεγε πολλές φορές αυτή την ιστορία. Την επαναλάμβανε με μια ακατανόητη ανεμελιά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, την πλάσαρε εμβόλιμα σε άσχετες συζητήσεις.
Κατά τ΄άλλα, οι αφηγήσεις της είχαν πάντα ειρμό και πειθαρχία υποδειγματική.
Είχανε πάει εκδρομή στην ορεινή ναυπακτία, μια μεγάλη παρέα. Κάπου κοντά στην ΄Ανω Χώρα. Αυτή ήταν οκτώ  χρονών. ΄Επαιζε σε κάποιο ξέφωτο του δάσους. Γύρω της ελάτια, μερικοί κέδροι κατάξεροι και χαμηλοί θάμνοι μ΄αγκάθια. Η κοπελίτσα αποκόπηκε από τους άλλους, ξέφυγε απ΄την επίβλεψη των δικών της και χάθηκε μέσα στα δέντρα.
Τότε συνέβη το αναπάντεχο. Γιατί ένα μικρό, ένα νεογέννητο σχεδόν, ελάφι, έπεσε τρέχοντας πάνω της.Χώθηκε ανάμεσα στα σκέλια της γυρίζοντας σαν σβούρα, πανικόβλητο, με το κοριτσάκι στη ράχη του, και την παρέσυρε έτσι, καβάλα ανάποδα, δέκα και πλέον μέτρα μέχρι να απαλλαγεί από το φορτίο του και να σβηστεί στην άκρη του δάσους, σαν αστραπή.
΄Εμεινε να κρατάει στη χούφτα της μια τούφα. Μια χνουδωτή τούφα χρώματος ξανθοκόκκινου. Ήταν κατάπληκτη, κοιτούσε το χέρι της και δεν μπορούσε να αποφασίσει τι να κάνει μ΄εκείνη την τούφα.
Με χειρονομίες και ξεφωνητά κατέφτασαν κάποτε οι δικοί της. Τη μαλώσανε. Εκείνη τους έδειξε απορημένη τη χούφτα της με το χνούδι. Το μαλλί του ελαφιού. Κανείς δεν της έδινε όμως σημασία. ΄Εφυγαν άρον άρον αφήνοντας πίσω τους άλλους. Αυτό το περιστατικό διηγούνταν.
΄Ηταν η κακιά στιγμή για μένα. ΄Ετσι λέω. Γιατί εκείνο το χνούδι μέσα στη χούφτα της , το φυλάει ακόμα. Τούτο είναι που δεν την αφήνει να ησυχάσει. Δεν την αφήνει να σταματήσει πλάι μου. Ενώ εγώ στέκομαι ακίνητος, σαν κούτσουρο καμένο. Στέκομαι και φαντάζομαι όλη την ώρα το μικρό ελάφι μέσα στο δάσος να φεύγει μακριά. Στη ράχη του , ανάποδα, κουβαλάει μια παιδούλα.
Τέτοια χαζά πράγματα κάνω. Κι όταν καμιά φορά κοιτάξω κρυφά τη δική μου χούφτα, δεν βλέπω μέσα καμιά τούφα από ξανθοκόκκινο μαλλί, στο ωραίο χρώμα που είχαν τα γένια μου πολλά χρόνια πριν. Βλέπω μόνο στάχτη. Κρύα στάχτη.
«Εκείνοι που δεν κινούνται, δεν παρατηρούν τις αλυσίδες τους» έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ξεχώθηκε κι αυτή, καταχωνιασμένη χρόνια, βγήκε από τον τάφο της , για να με συνετίσει σε θέμα άσχετο.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα χειρότερο. Τις τελευταίες μέρες, ούτε ελάφια μου φανερώνονται ούτε τίποτε παρόμοιο, παρά μια άλλη σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό μου. Μια υπόνοια βρόμικη που με λερώνει.
Μήπως δεν ήταν ελάφι, νεογέννητο, εκείνο στο δάσος , αλλά ένα μοχθηρό πλάσμα που τη φόβισε και της έκανε μεγάλο κακό. Μην και δεν νοσταλγεί την απόλυτη χαρά η γυναίκα, όπως εγώ νόμιζα, αλλά φόβος μέγας και σκοτεινός την τρομάζει ακόμα. Και τις νύχτες πιά , βλέπω το ίδιο όνειρο. ΄Ένα μικροσκοπικό κατακίτρινο σκυλάκι, μια μινιατούρα σκυλιού, να με αλυχτάει λυσσασμένα, να μ΄εχει αρπάξει από τα μπατζάκια και να με τραβάει. Τα σουβλερά δόντια του να έχουν καρφωθεί στην κνήμη μου.
Ξυπνώ βογγώντας, έκπληκτος από το θράσος του, και μουσκίδι στον ιδρώτα.
΄Ετσι, με τέτοιους τρόπους, με εικασίες δηλαδή και φαντασιώματα, πασκίζω να ερμηνεύσω τα πράγματα, να τα βάλω σε τάξη, να καταλάβω τι φταίει κι΄αυτή δεν μου παραδίνεται. Ρωτάω λεπτομέρειες, δήθεν αδιάφορος, για τη σύνθεση εκείνης της παρέας, για όσους είχαν πάει μαζί της εκδρομή. ΄Υπουλος, εκμαιεύω πληροφορίες, ψάχνω επίμονα. Αλλά και πάλι πουθενά δεν μπορώ να καταλήξω.
Φτύνω κάθε φορά που τελειώνω μια τέτοια μάταιη έρευνα. Ρίχνω ένα επιδέξιο φτύσιμο, που φτάνει σε πολύ μεγάλη απόσταση. Μένω έκθαμβος με το κατόρθωμά μου κι ο νούς μου τότε πάει αθέλητα στη Λούλα του Μάρκαρη, γειτόνισσα της παιδικής ηλικίας.Τη θυμήθηκα μετά από χρόνια γα τούτο και μόνο το λόγο . Για το συχνό φτύσιμό της.
Ξερόφτυνε όλη την ώρα. Σούφρωνε αλλόκοτα τα χείλη και με ψιλό συριγμό έριχνε το σάλιο σε απίστευτα μακρινή απόσταση. Θα ήταν μια συνήθεια η οποία σχετιζόταν πιθανώς με τις οσμές της κωμόπολης. ΄Ισως θα πρέπει  και να το αποδώσω σε κάποιο στομαχικό πρόβλημα. Ζορίζομαι πολύ ν΄αποφασίσω, αλλά τελικά τη βρίσκω την αιτία. Καταλήγω πως ήτανε πίκρα. Είχε κατακάτσει , από τέτοια μικρή ηλικία, σάπιο πράγμα μέσα της και έπρεπε να το φτύσει μακριά.
Αυτές τις σημειώσεις τις βρήκα στοιβαγμένες στη βιβλιοθήκη, ανάμεσα σ΄άλλα γραπτά μου. Ξεχασμένες εκεί, πάνω από πέντε χρόνια. Τις διάβασα σήμερα και έμεινα  κατάπληκτος μ΄εμένα. Γιατί ήμουνα εξήντα χρονών άντρας κι έψαχνα να βρω τις αιτίες του κακού στο άλλο πρόσωπο. Σ΄εκείνη που ήταν μόνο τριάντα πέντε.
Ψέματα αράδιαζα στον εαυτό μου. Ανέσυρα από το πηγάδι της μνήμης την κακομοίρα τη Λούλα του Μάρκαρη κι ονειρευόμουνα ελάφια και μικροσκοπικά σκυλιά.
΄Εκανα πως δεν την άκουγα τη μαύρη αρκούδα που ζύγωνε. Αυτήν που ανοίγει κάθε βράδυ ένα τεράστιο στόμα πάνω απ΄το προσκεφάλι μου.
Αφού τα άγρια θηρία που οσμίζονται βαριά τον αέρα δεν ψάχνουν να βρούν τίποτε άλλο παρά εσένα που τα καλείς. Που τα μαυλίζεις κοντά σου. Γιατί μυρίζει ο χρόνος, αίμα.
΄Ελεος πρέπει να της πω. ΄Εκανα μεγάλο λάθος που μεγάλωσα τόσο. Μη με φας , θηρίο. Μη με φας, όσο μπορώ ακόμα να θυμάμαι.

Από το βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου «Η ΕΞΑΙΣΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΨΑΡΙΑ»

Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Μάθημα αγάπης

Της Χρυσούλας Θ. Λυμπεροπούλου


Από το περιοδικό ΜΟΡΙΑΣ, Τεύχος 55, Σελ. 33-34

Πως μπορείς να ξεγελάσεις αυτά τα πανέξυπνα μάτια; Το σπινθηροβόλο βλέμμα, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής, ερεύνησε σχολαστικά, από πάνω έως κάτω, για άλλη μια φορά τον νεαρό άντρα.

«Πανύψηλος!» σκέφτηκε ο Βασίλης. Στην ηλικία των οκτώ χρόνων πολλές φορές τα αγόρια μεγαλοποιούν τα πράγματα. Είναι τότε που παλεύουν με τους γίγαντες και τα θεριά, και μαζί με τον Δον Κιχώτη υπερασπίζονται την τιμή της Δουλτσινέας τους, αλλά και όποιου άλλου τύχει. Αυτή του όμως η κρίση ήταν τελείους αντικειμενική. «Πανύψηλος».

— «Καλή σου μέρα», είπε ο ...πανύψηλος και ο Βασίλης, τεντώνοντας το σώμα του σαν αιλουροειδές έτοιμο να επιτεθεί, απάντησε κοφτά «γεια».

— «Πώς και κάθεσαι μόνος σου εδώ στα βράχια;» ρώτησε ο νεαρός άντρας. «Γιατί δεν παίζεις με τα άλλα παιδιά;» συνέχισε.

— «Δεν βλέπεις ότι ψαρεύω;» απάντησε κοφτά ο Βασίλης. «Γιατί νομίζεις ότι το κρατώ αυτό;» συνέχισε δείχνοντας στον άντρα το καλάμι του. «Νομίζεις ότι θα ρουφήξω την θάλασσα;»

— «Εντάξει φίλε μου, εντάξει» είπε με ήρεμη και γλυκιά φωνή ο άντρας.

— «Μη με λες φίλο σου γιατί δεν είμαι. Εγώ δεν είμαι φίλος κανενός».

Ο πικρόχολος και ειρωνικός τόνος της φωνής του Βασίλη διαπέρασε την ψυχή του άντρα. Η επόμενη κίνηση του, όμως, ήταν αυτή που κυριολεκτικά χτύπησε την πόρτα της καρδιάς τον μικρού. Ο ξένος κάθησε ήρεμα δίπλα του στον βράχο.

— «Με λένε Μιχάλη και έχεις δίκιο. Δεν είμαστε φίλοι, θα μπορούσαμε όμως να γίνουμε. Έτσι δεν είναι;»

— «Δεν είμαι φίλος κανενός. Δεν τα είπαμε αυτά: Δεν θέλω, βρε παιδί μου».

— «Ξέρω πολλά κόλπα να σου δείξω για να πιάνεις μεγάλα ψάρια», είπε ο Μιχάλης κοιτάζοντας το μικρό, άδειο πανεράκι του αγοριού. Του πήρε το καλάμι από το χέρι και, βάζοντας ένα περίεργο δόλωμα στην άκρη του αγκριστιού, το έριξε στη θάλασσα. Μέσα στα επόμενα τρία λεπτά ο Βασίλης ούρλιαζε από την χαρά του ανεβάζοντας ένα ψάρι που το βάρος του σίγουρα ξεπερνούσε το μισό κιλό.

— «Τι είσαι 'συ βρε παιδάκι μου; Καλό! Πολύ καλό!» τσίριξε.

Και κει που γύριζε προς το μέρος του είδε τον άντρα να περπατάει στα βράχια και ν' απομακρύνεται. Σήκωσε το χέρι του και του φώναξε: «Γεια σου, Μιχάλη. Ευχαριστώ».

— «Γεια σου φίλε μου, Βασίλη», είπε ο Μιχάλης κουνώντας και αυτός το χέρι του. «Αύριο πάλι την ίδια ώρα».

Τι νύχτα ήταν κι αυτή; Τα μάτια του Βασίλη ούτε για δέκα λεπτά δεν μπόρεσαν να κλείσουν. «Μήπως δεν ακούσω το ξυπνητήρι; Μήπως δεν προλάβω; Ευτυχώς που τελείωσε το σχολείο! Και το δόλωμα; Πού το είχε τόση ώρα και 'γω δεν το είδα;»

Χιλιάδες ερωτηματικά πλημμύριζαν το μυαλουδάκι του ώσπου, επιτέλους ξημέρωσε. Ο Μιχάλης! Μπορεί και να τον έκανε φίλο του. Μπορεί! Ξεκίνησε κρατώντας στο χέρι τα σύνεργα του. Έκατσε στον γνωστό βράχο και περίμενε.

— «Καλημέρα, φίλε μου», είπε ο Μιχάλης.

— «Καλημέρα» απάντησε ο Βασίλης γεμάτος ενθουσιασμό. «Πάλι δεν τον άκουσα να έρχεται» σκέφτηκε ο μικρός.

— «Έτοιμος!» είπε ο Βασίλης δείχνοντας στον νέο του φίλο τα σύνεργα του ψαρέματος. «Έφερα και σακούλες πολλές μαζί μου. Σήμερα θα πιάσουμε χίλια ψάρια!»

— «Σήμερα θα πιάσουμε δύο ψάρια, ένα για την γιαγιά σου και ένα για σένα. Και μετά θα σε ταξιδέψω» είπε ο Μιχάλης.

— «Η γιαγιά μου δεν με αφήνει να φύγω, είπε γρήγορα ο μικρός.

Το γαλήνιο χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο του Μιχάλη θύμιζε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γυαλού τώρα που δεν φυσάει. «Και για που;» ρώτησε αμέσως μετά ο πιτσιρίκος όλο περιέργεια. Αμέσως όμως άρχισε να ουρλιάζει με χαρά. «Καλέ καβούρια μαζί! Καλέ τρέχουνε, δηλαδή κολυμπάνε. Κάνουν σαν να παίζουν μπάλα. Ε, δεν ξέρω πια τι κάνουν, αλλά, πάνε πολύ γρήγορα! μα τι γίνεται εκεί κάτω; Να ένα ψάρι σαν αυτό που πιάσαμε χτες!» Σταμάτημα δεν είχε το στόμα του.

Ο Μιχάλης έβαλε το χέρι του μέσα στο νερό και το ψάρι πλησίασε.

— «Το χαϊδεύεις! Δεν το πιστεύω! Σε αφήνει και το χαϊδεύεις!» φώναξε έξαλος από χαρά ο μικρός φίλος μας. «Τώρα έκανες και το ψάρι φίλο σου. Μα τι είσαι 'συ βρε Μιχάλη μου! Τι είσαι εσύ;»

Με μια ελαφριά κίνηση ο Μιχάλης έπιασε το χέρι του μικρού Βασίλη και το έβαλε δίπλα στο δικό του μέσα στο νερό.

— «Σκέψου πως τούτο 'δω το ψάρι είναι πράγματι ένας φίλος σου, και άφησε να περάσει μέσα από το χέρι σου όλη η αγάπη που νιώθεις γι' αυτό» του είπε. Και το ψάρι ακούμπησε το μικρό χεράκι που έτρεμε πού και πού γιατί είναι γεγονός πως φοβήθηκε λίγο στην αρχή, αλλά στην αρχή μόνο, πριν πιάσει το ...σκυλόψαρο, όπως είπε αργότερα στα άλλα παιδιά.

Τι τυχερός που ήταν που είχε φίλο του το Μιχάλη! Ποτέ δεν είχε νιώσει ξανά έτσι για άνθρωπο. Τόσες μέρες τώρα κάνανε μαζί χιλιάδες πράγματα. Χαιρετούσαν τα ψάρια του βράχου τους και μετά ο Μιχάλης τον ...ταξίδευε. Ταξίδεψαν στο κύμα, στο θαλασσινό αγέρι, έμαθε ν' ακούει τα μυστικά που του ψυθίριζε ο άνεμος, να παίρνει μηνύματα που του έστελναν τα φουσκωμένα πανιά των καραβιών αλλά και οι φωνές των γλάρων. Τις άκουγε κι αυτές. Και τώρα που ήξερε την γλώσσα τους, δεν του έφερνε πονοκέφαλο η λαλιά τους. Καταλάβαινε πότε το αρσενικό φώναζε το ταίρι του και θαύμαζε τα ωραία και ιδιόρυθμα τραγούδια τους. Γιατί έτσι είπε ο Μιχάλης. Όλη η πλάση ξέρει να λέει τραγούδια. Τραγουδάνε στον θεό, ταπεινό «ευχαριστώ» για την ύπαρξη τους, τραγουδάνε στον Ήλιο που τα ζεσταίνει και τους δίνει ενέργεια, τραγουδάνε στην φύση και στον άνεμο για την ευγένεια που τους δείχνει αλλά και την κατανόηση. Και τραγουδάνε και στην ψυχή του Βασίλη. Ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ολόκληρη η πλάση μπορεί να του τραγουδήσει. Όμως ο Μιχάλης έτσι είπε. Και ο Μιχάλης ξέρει τα πάντα— Και δεν λέει ποτέ, μα ποτέ, ψέματα! Είναι σίγουρος ο μικρούλης μας ότι ο καλός του φίλος, ο Μιχάλης, θα κρατήσει τον λόγο του. Του υποσχέθηκε πως όσο σκέφτεται και λειτουργεί με γνώμονα την αγάπη θα είναι πάντα μαζί του.

Πόσο χαίρεται που έχει φίλο του τον Μιχάλη! Για τίποτα, μα για τίποτα στον κόσμο δεν θα ήθελε να τον χάσει. Γι' αυτό θα θυμάται και θα αναγνωρίζει πάντα το τραγούδι του γλάρου, τα μυστικά του ανέμου και των φουσκωμένων πανιών, το τραγούδι της φύσης στον Πλάστη αλλά, κυρίως, το δικό του τραγούδι, το τραγούδι της Αγάπης που του έμαθε ο Μιχάλης, ο φίλος του ο Μιχάλης που τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα μπήκε μέσα στην ζωή του και φώτισε κάθε σκοτεινή γωνιά της μικρής καρδούλας του με ένα υπέροχο και γλυκό φως, το φως που αποκτά κάθε καρδιά όταν διδάσκεται επιτέλους το Μάθημα της Αγάπης!

Πηγή: mikrosapoplous.gr

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

" ΤΟ ΑΛΟΓΟ " Ζ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ


{Το διήγημα αυτό του Ζαχαρία Παπαντωνίου συμπεριλήφθηκε στα Νεοελληνικά αναγνώσματα 
του έτους 1931 για τους μαθητές της Α΄τάξεως των Γυμνασίων. Έκτοτε εξοβελίσθηκε- 
και είναι νομίζω δυσεύρετο- γιατί προκαλεί ένα εύρος δυσάρεστων συναισθημάτων από πικρία 
και θλίψη μέχρι έντονο προβληματισμό και αγανάκτηση από τη στυγνή και αδιάκριτη άσκηση 
της εξουσίας και προ πάντωντην πλήρη έλλειψη ευαισθησίας των τελευταίων εκτελεστικών οργάνων}.


Ο γέρος καρροτσέρης, η επιστρατεία, ο χάρος κεραστής.



Ένα κάρρο ανέβαινε από τα σφαγεία. Μέσα έφερνε ένα βώδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό καθόταν ο καρροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός με ψαρά γένεια και το παιδί του. Το κάρρο κυλιώταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.
Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι΄άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ΄άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ΄ όλον τον ανήφορο από τα σφαγεία ίσα με την πόλη αυτό το άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή: «Έλα Κύρκο, άϊντε Κύρκο». Έτσι μ΄αυτό το χάδι ανέβαινε και σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δυό ανθρώπους.
-Που λες, είπεν ο γέρος καρροτσέρης και φτύνοντας καπνό, που λες, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ΄ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο που το βρίσκεις; Σαν τούτο! Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα και της μάνας σου, των αδελφιών σου, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφη οκτώ ανθρώπους!... Θα πης εγώ δουλεύω. Αμ΄αυτό δουλεύει πρώτα κ΄ύστερα ΄γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν΄από τη Σερβία. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξέρεις εσύ.
Πέρασε κάμποση ώρα σιωπής.
Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βωδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε:
-Που λες…. Πόσες αραμπαδιές έφερε ο Κύρκος απ΄τα νταμάρια… Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα. Μας έσωσε. Κι΄απ΄την Πεντέλη, πριν πάρουμε κάρρο δικό μας, είχε ζευτεί και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! Θεώρατο, για αγάλματα, που λες. Και να πης πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν, όμως εγώ του μιλώ. «Κύρκο», να του πης, ακούει αυτός, γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι΄αυτό.
Το κάρρο πήγαινε βαρειά. Οι ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλη. Ξανάρχισε ο γέρος:
- Άκου. Αύριο τα΄άλογο και το κάρρο και τη δουλειά θα την πάρης εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί. Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμης, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλούμε απ΄τα σφαγεία δυόμισυ δραχμές την ημέρα. Τι να κάμης, πως ν΄ανεβής σε νταμάρι, άρρωστο κορμί; Κ΄η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι. Η Βγενιώ την είδες πως είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες…
- Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου παιδί μου. Κύττα να δουλέψης. Μην το κάνης σαν το αφιλότιμο το μεγαλείτερο. Ο Θεός να τον παιδέψη αυτόν. Κύτταξε συ να πάρης τη δουλειά. Να πάρης τον Κύρκο να τον ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι΄εγώ. Και η μάννα σου να μη ξενοπλένη, κι΄η Βγενιώ να κάνη χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει τα΄ακούς; Να τον βγάλης εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάϊδευέ τον στο λαιμό. Άϊντε Κύρκο…
Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τα΄άλογο κα τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λιγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γενή καλός καρροτσέρης. Ναι! Είναι τόσο δύσκολο να ιδή κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνη την πατρική δουλειά και να την σέρνει στο μέλλον, να την κάνη κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!
Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: «Θέ μου, κάμε να μη βήχη το κορίτσι η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρη στα χέρια του το κάρρο με τον Κύρκο. Και για μένα, ό,τι πεις».
Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του, ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ΄ένα κρεββάτι μ΄εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι΄ο γιατρός νάρχεται να λέη «φάρμακα, αέρας, λουτρά», όλα τα πράμματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα.


* * *

Το κάρρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στη πόλη, όταν άκουσε μια φωνή:
-Άλτ!
Η φωνή ερχόταν από μακρυά και δεν κατάλαβε πως ήταν γι αυτόν. Όμως το «Άλτ»! ξανακούστηκε. Το κάρρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κι΄ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.
-Έλα, κατέβα κάτω, είπε ο δεκανέας.
-Σ΄εμένα το λες;
-Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.
-Και γιατί;
-Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχομε. Τώρα το μαθαίνεις;
-Επιστρατεία…
-Ναι, γειά σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάστε από κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε γειά σου. Τι έχεις μέσα…
-Κοτζάμ βώδι!
-Να το ρίξης κάτω.
-Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τ΄είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.
-Το μεροκάματο κυττάς, καημένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; χωρατεύεις;
-Για εξήγα μου, χριστιανέ μου… Για πές… πως παίρνεις έτσι τα΄άλογο τ΄αλλουνού, απ΄το δρόμο… Έτσι το λέει ο νόμος.!
-Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός βοηθάτε από δω. Σύντομα.
Είπεν ο δεκανέας κι΄οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι΄οι τρεις έσυραν το βώδι προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.
- Έλα μάρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά, πατριώτη.
- Που κοντά;
- Στον στρατώνα να πάρης τον αριθμό σου. Κι΄ύστερ΄απ΄τον πόλεμο, αν γίνη πόλεμος, ύστερ΄απ΄την επιστρατεία τέλος πάντων, νάρθης να πάρης τ΄άλογό σου και το κάρρο, ή να πληρωθής απ΄το δημόσιο αν σκοτωθή το ζω.
Ο γέρος γύρισε και κύτταξε το βώδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: «Κάτσε αυτού ως που ναρθώ».Το παιδί έπεσε απάνω στο βώδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε:
-Άμ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.
Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:
-Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν΄όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξη παιδιά. Κ΄ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμης όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούη; Πάντα καρδιά είναι.
-Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.
Φτάσανε στον στρατώνα κι΄έμπασαν το κάρρο στην αυλή φωνάζοντας «έ! ώ! 'ιπ!». Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από τις φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παληά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ τα πανηγύρια. Τούτο το μεθύσι και ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά τώβλεπεν ο γέρος. Έβλεπε του χορού τους τρελλούς γύρους, το χορευτή πούτρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασσονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, τρεξίματα άφηναν ν΄ακούγεται το μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίτες έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παππάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι΄άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν.
Μέσα στο σάλαγο σκιές, δυό-δυό, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι, χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κι΄ένοιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλος του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ΄όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμηση, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε ποια να υπάρχη. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.
Ο γέρος ήταν μόνος σ΄αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξερε και δεν τον ήξερε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.
Κι΄εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ΄ένα άλογο.
-Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα. Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κι΄ό,τι θα σ΄έδινα στο γιό μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν΄ανεβής…Να κατεβάσης αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνης… και πως…στρατιώτης ... Κύρκο… βρε… έ, Κύρκο, που μας αφίνεις!
Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:
-Άειντε, καϋμένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχωμε; Άειντε να πάρης τον αριθμό.
Ο γέρος μπήκε σ΄ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, το έβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, νωχελικά με το κεφάλι κάτου προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί.
Πολλοί γύριζαν απ΄το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ΄αυτούς ο καρροτσέρης ο πεζός, ο γέρος, ήταν ο πιο μοναχός
ΖΑΧ.Δ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ


Ζώα που έμειναν στην ιστορία για τις ηρωικές τους πράξεις



Eπιμέλεια Άννα Κωνσταντουλάκη

Iστορίες ζώων που ξεπέρασαν τον εαυτό τους όλοι ξέρουμε. Οπως ξέρουμε για τα σκυλιά που οδηγούν τυφλούς ή παίρνουν μέρος σε διασωστικές αποστολές. Υπάρχουν ωστόσο και κάποια ζώα που έχουν μείνει στην Ιστορία για τις ηρωικές αποστολές τους. 

Ας δούμε λοιπόν μια σειρά από τέτοιες ιστορίες θαρραλέων ζώων που πρόσφεραν πολλά στο ανθρώπινο είδος... 

Magic, η φοράδα - μινιατούρα στην υπηρεσία των ασθενών 

Καμιά φορά ο ηρωισμός έρχεται στην πιο σιωπηλή εκδοχή του, μεταμφιεσμένος στην πιο «ταπεινή» έκδοση ενός αλόγου-μινιατούρας που δίνει χαρά σε ανθρώπους που πάσχουν. Η Magic, η γαλανομάτα φοραδίτσα, επισκέπτεται ασθενείς στα τελευταία στάδια ανίατων ασθενειών, προσπαθώντας να ανακουφίσει τον πόνο τους. Ένα χαρακτηριστικό ωστόσο περιστατικό της χάρισε τον τίτλο του «πιο ηρωικού κατοικίδιου» για το 2010: η Magic πήγε λοιπόν την καθιερωμένη της επίσκεψη σε εγκαταστάσεις υποβοηθούμενης διαβίωσης, στις οποίες συνάντησε μια ασθενή που δεν είχε μιλήσει σε κανέναν κατά τα τρία χρόνια που βρισκόταν στη νοσοκομειακή δομή. Τη στιγμή λοιπόν που η ασθενής αντίκρισε τη Magic αναφώνησε όλο χαρά: «μα δεν είναι πανέμορφη!». Αυτές οι πρώτες λέξεις της ασθενούς έκαναν το προσωπικό να ξεσπάσει σε κλάματα και την ασθενή να αρχίσει πλέον να επικοινωνεί λεκτικά με το περιβάλλον της...

Cher Ami, το ηρωικό ταχυδρομικό πειρστέρι του πολέμου 

Κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ «στρατολόγησαν» πάνω από 200.000 περιστέρια ως ταχυδρομικά μέσα. Ένα τέτοιο περιστέρι, ο Cher Ami («Αγαπημένε Φίλε» στα γαλλικά), πέταγε από την αμερικανική του βάση στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατάφερε να μεταφέρει πάνω από 12 σημαντικές αλληλογραφίες, πριν χτυπηθεί τελικά από εχθρικά πυρά. Παρά τις σφαίρες που δέχτηκε βέβαια σε πόδι και στήθος, ολοκλήρωσε την αποστολή του, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη. Το μήνυμα που μετέφερε οδήγησε μάλιστα στη διάσωση 194 συμμαχικών στρατιωτών. Στον Cher Ami, που πέθανε το 1919, πιθανότατα λόγω των τραυμάτων του, απονεμήθηκε ο γαλλικός Σταυρός του Πολέμου για τις ηρωικές του πράξεις, ενώ το σώμα του (στο οποίο απέμεινε ένα πόδι) εκτίθεται πλέον στο Smithsonian National Museum of American History της Ουάσιγκτον...

Stubby, ο γενναίος σκύλος με το χρυσό μετάλλιο

Ο Stubby ήταν ένας αδέσποτος σκύλος, πριν βρει τελικά τη θέση του στο 102 Τάγμα Πεζικού που εκπαιδευόταν για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κοντά στο Πανεπιστήμιο του Yale. Ο στρατιώτης J. Robert Conroy βρήκε το κουτάβι εκεί κοντά το 1917 και το ονόμασε Stubby, από την κοντή του ουρά. Παρόλο που τα ζώα απαγορεύονταν στο στράτευμα, επιτράπηκε στον Stubby να παραμείνει στο στρατόπεδο όχι μόνο επειδή ήταν έξυπνος, αλλά κυρίως γιατί τόνωνε το ηθικό των φαντάρων. Αργότερα βέβαια θα αποδεικνυόταν θησαυρός! Ο Conroy έβαλε λαθραία το σκυλί στο καράβι για τη Γαλλία, κι όταν αργότερα ανακαλύφθηκε από τον επικεφαλής αξιωματικό, ο Stubby τον κέρδισε μονομιάς. Ο γενναίος σκύλος πήρε μέρος στην πρώτη γραμμή του πυρός και με τον καιρό κατάφερε να γίνει πολύτιμος: προειδοποιούσε τις διμοιρίες για χημικά και αέρια, σώζοντας στην πράξη πολλές ζωές. Περίφημο είναι και το περιστατικό όπου ματαίωσε την προσπάθεια χαρτογράφησης των συμμαχικών χαρακωμάτων από γερμανό στρατιώτη, δαγκώνοντάς τον στο πόδι και ακινητοποιώντας τον μέχρι να φτάσουν οι αμερικανοί φαντάροι. Μέχρι το τέλος του πολέμου, ο Stubby είχε πάρει μέρος σε 17 μάχες και είχε εντοπίσει αμέτρητους τραυματισμένους συντρόφους του. Ο σκύλος έγινε ισόβιο μέλος της Αμερικανικής Λεγεώνας και αργότερα η μασκότ του Πανεπιστημίου Georgetown, όταν ο Conroy πήγε εκεί για να σπουδάσει νομική. Το 1921, απονεμήθηκε στον Stubby το χρυσό μετάλλιο (σκυλίσιας) ανδρείας, ενώ θα πέθανε το 1926... 

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

ΛΑΦΙΝΑ ( ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ)



Όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιούνται
Μον' μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα αγναντεύει
Κι όπου έβρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
Κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίνα μ' ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατείς τα απόζερβα 'γναντεύεις
Κι όπου έβρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις
Ήλιε μου Σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους έκαμα μόνη χωρίς ελάφι
Δώδεκα χρόνους ήλιε μου στείρα χωρίς ελάφι
Κι από τους δώδεκα κι ομπρός απέκτησα λαφάκι.
Και σαν εβγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
Το ειδέ που βόσκαε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει
Γι' αυτό στ' απόσκια περπατώ τ' απόζερβα αγναντεύω
Κι όπου βρω γάργαρο νερό θολώνω το και πίνω
Κι ο ήλιος τότε εδάκρυσε και τα βουνά ριγήσαν
Και το φεγγάρι έσβησε ν' ακούσει το ελάφι
Κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές μαζί του αναστενάξαν
Να κάνει η μάνα το παιδί, να το σκοτών' ο άλλος
Κλάψε με, μάνα κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι.


ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΓΩΝΙΟΥ (ένας Ινδικός μύθος)



Πριν ο κόσμος γίνει κυνικός και ξεχάσει τις ιστορίες που λένε την αλήθεια, τρεις νεαρές αδερφές περπατούσαν στο δάσος. Σύντομα βρήκαν ένα μεγάλο γκριζόμαυρο πουλί στα τελευταία του, ο μακρύς λαιμός του πάνω σε ένα άλλο πουλί και τη χαλασμένη φωλιά της. Η μεγαλύτερη κοπέλα ρώτησε προς τον ουρανό: «Πατέρα, τι έπαθε στο τέκνο σου, ο Malek Taus?”

Η απάντηση, που άκουσαν στην καρδιά τους, ήταν: «Είναι λυπητερή ιστορία, παιδιά μου. Ο σμαραγδένιος βασιλιάς των ερπετών Apep παραπλάνησε το ταίρι του Malek Taus για να τη σκοτώσει και να φάει τα αυγά τους. Ο Malek επέστρεψε, απ’ όπου είχε πάει να μαζέψει φαγητό, για να βρει ότι το δηλητήριο του Apep είχε ήδη δράσει στο ταίρι του και τα αγέννητα παιδιά του να έχουν γίνει τροφή για το φίδι. Στην οργή του κυνήγησε τον Apep, και του επιτιθόταν με ορμή ακόμα και αν ο Malek δεν μπορούσε να νικήσει.»

Το μικρότερο από τα κορίτσια κράτησε το ετοιμοθάνατο πτηνό, χαϊδεύοντας τα καφέ φτερά του, και φώναξε: «Πατέρα, θα έπρεπε να ανταμειφθεί γιατί η καρδιά του ήταν γενναία και αληθινή! Δεν μπορείς να του χαρίσεις ανοσία από το δηλητήριο και να τον βάλεις να σου προστατεύει τον κήπο;» 
Το μεσαίο παιδί είπε: «Η ομορφιά του θα έπρεπε να είναι ισάξια της γενναιότητάς του. Τα φτερά του θα έπρεπε να δείχνουν όλη τη δόξα των ουρανών, η ουρά του να είναι τόσο φαρδιά όσο το ερπετό ήταν μακρύ.»

«Και εσύ;» ρώτησε ο Πατέρας τη μεγαλύτερη. «Πως θα βοηθούσες αυτό το πλάσμα;»
Η κοπέλα αναλογίστηκε όλα αυτά που είχε ακούσει πριν απαντήσει, «Οι ευχές των αδερφών μου είναι ευγενείς και καλές, αλλά χωρίς σοφία η ομορφιά και η δύναμη εύκολα γίνονται ματαιοδοξία και τυραννία. Επειδή Εσύ παρακολουθείς πάντα τα παιδιά σου, στα φτερά του θα έβαζα εκατοντάδες απαστράπτοντα μάτια για να υπενθυμίζουν σε όλους ότι υπό τη ματιά Σου θα έπρεπε όλοι να πασχίζουμε να είμαστε τόσο ευγενείς όσο αυτό το πουλί, έτοιμοι να θυσιάσουμε τα πάντα για αυτούς που αγαπάμε.»
Ευχαριστημένος ο Πατέρας είπε στο Malek Taus, «Σήκω και αποδέξου τις ευλογίες που σου έδωσαν οι κόρες μου. Θα συνεχίσεις ως ο φάρος μου, για να υπενθυμίζεις στον κόσμο ότι είναι πιο δυνατοί και γενναίοι από ό, τι  πιστεύουν, πιο όμορφοι από ό, τι αντιλαμβάνονται και ότι θα προστατεύονται για πάντα υπό την επίβλεψή Μου.»

Και έτσι το παγώνι και το ταίρι του ξύπνησαν, όχι πια ένα μονότονο καφέ, αλλά πιο μπλε από τον ουρανό και πιο λαμπερά από το πιο λαμπρό ουράνιο τόξο.
Αν και ο κόσμος προχώρησε και ξέχασε την ιστορία, τα δώρα των κοριτσιών αντέχουν στο χρόνο. Τα παγώνια είναι ακόμα γενναία και πιστά, έχουν χρησιμοποιηθεί σε όλο τον κόσμο σαν φρουροί, ευδοκιμώντας με μια διατροφή από δηλητηριώδη φίδια. Θεωρούνταν ιεροί αγγελιοφόροι του Θείου από τις μεγαλύτερες θρησκείες, τα τελευταία 3000 έτη.
Μέχρι σήμερα, ένα φτερό παγωνιού θεωρείται δώρο που προσφέρει ειρήνη, αγάπη και χαρά.