Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

΄Ενας  Μύθος των Ινουίτ.

Ινουίτ είναι το όνομα των Εσκιμώων της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά.Στη γλώσσα τους,Ινουίτ(Inuit) σημαίνει «άνθρωποι»(πληθ. του inuk «άνθρωπος»). Είναι απόγονοι της νομαδικής φυλής των Τούλε (Thule) που εμφανίστηκαν στην Αλάσκα το 1000 μ.Χ. και μετακινήθηκαν στη δυτική Γροιλανδία μετά από τρεις αιώνες (1300μΧ) και λίγο αργότερα, το 1400 μ.Χ. στην ανατολική.
  • Καταφέραν να επιζήσουν σε δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες διαμένοντας σε ιγκλού και κυνηγώντας κυρίως φώκιες και φάλαινες, που τους εξασφάλιζαν τροφή και ένδυση. Μετακινούνταν με έλκηθρα τα οποία έσερναν σκυλια. Ακόμη και σήμερα ακολουθούν τον ίδιο πατροπαράδοτο τρόπο ζωής.

Πολλά -πολλά χρόνια πριν, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα νέος, οι Ινουίτ ζούσαν στο σκοτάδι στο σπίτι τους στις εσχατιές  του Βορρά. Δεν είχαν ακούσει ποτέ για το φως της ημέρας, και όταν για πρώτη φορά τους το εξήγησε το Κοράκι, που ταξίδευε πέρα ​​δώθε μεταξύ βορρά και νότου,  δεν το πίστεψαν..

Ωστόσο, πολλοί από τους νεότερους  ήταν γοητευμένοι από την ιστορία του φωτός που χρύσωνε τα εδάφη στα νότια.  Ζήτησαν απ΄το Κοράκι να τους επαναλάβει τις ιστορίες του μέχρι να τις μάθουν απ 'έξω κι΄ανακατωτά.

«Φανταστείτε πόσο μακριά και πόσο καιρό θα μπορούσαμε να κυνηγάμε», είπαν ο ένας στον άλλο.

«Ναι, και να   βλέπουμε την πολική αρκούδα πριν επιτεθεί", συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.

Σύντομα η λαχτάρα για το φως της ημέρας ήταν τόσο ισχυρή που οι άνθρωποι παρακάλεσαν το Κοράκι να το φέρει σε αυτούς. Το Κοράκι κούνησε το κεφάλι του. "Είμαι πολύ γέρος," τους είπε. «Το φως της ημέρας είναι πολύ μακριά. Δεν μπορώ πια να πάω τόσο μακριά." Αλλά τα επίμονα παρακάλια των ανθρώπων  το  έπεισαν με τα πολλά και τελικά συμφώνησε να κάνει το μακρύ ταξίδι προς το νότο.

Πέταξε για πολλά χιλιόμετρα μέσα στο απέραντο σκοτάδι του Βορρά., αλλά κουράστηκε και αποφάσισε να γυρίσει  πίσω ,όταν  -επιτέλους- είδε ένα στεφάνι φως στην άκρη του ορίζοντα και κατάλαβε ότι το φως της ημέρας ήταν κοντά.

Με ανοιχτά  τα φτερά πέταξε με όλη του τη δύναμη προς το φως και ξαφνικά, ο κόσμος της ημέρας έσκασε πάνω του με όλη τη δόξα και τη λάμψη του. Οι ατελείωτες αποχρώσεις των χρωμάτων και τα πολλά σχήματα και  οι μορφές που τον περιέβαλλαν έκαναν το Κοράκι ν΄απομείνει εκστατικό , κοιτάζοντας και κοιτάζοντας . Προσγειώθηκε σ΄ένα  δέντρο και ξεκουράστηκε, εξαντλημένο από το μακρύ ταξίδι του. Πάνω από αυτό, ο ουρανός ήταν ένα απέραντο γαλάζιο, τα σύννεφα αφράτα και λευκά. Το Κοράκι δεν μπορούσε να χορτάσει αυτή  την υπέροχη σκηνή.

Τελικά  χαμήλωσε το βλέμμα του και συνειδητοποίησε ότι ήταν κοντά σε ένα χωριό που βρισκόταν δίπλα σε ένα μεγάλο ποτάμι.  Παρατηρώντας γύρω , είδε μια όμορφη κοπέλα  να έρχεται προς το ποτάμι κοντά στο δέντρο στο οποίο  είχε κουρνιάσει. Βούτηξε ένα μεγάλο κάδο στα παγωμένα νερά του ποταμού . τον γέμισε και στη συνέχεια πήρε το δρόμο της επιστροφής . Το Κοράκι μεταμορφώθηκε σε μικροσκοπικό κόκκο σκόνης και κύλισε προς τα κάτω στο κορίτσι που περνούσε κάτω από το δέντρο του. Χώθηκε στη γούνα του πανωφοριού της και παρακολουθούσε προσεκτικά, καθώς επέστρεψε στο  σπίτι του πατέρα της, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των κατοίκων του χωριού.

Ήταν ζεστό και άνετο εσωτερικά το σπίτι . Το Κοράκι κοίταξε γύρω του και εντόπισε ένα κουτί που έλαμπε γύρω από τις άκρες του. Φως της ημέρας, σκέφτηκε. Στο πάτωμα, ένα μικρό αγόρι  έπαιζε ευχαριστημένο. Ο κόκκος σκόνης που ήταν το Κοράκι  σύρθηκε απ΄ το κορίτσι και  κύλησε στο αυτί του μικρού αγοριού. Αμέσως το παιδί ανασηκώθηκε κι' έτριψε το αυτί του ενοχλημένο απ΄τον παράξενο κόκκο. Άρχισε να κλαίει, και ο αρχηγός, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος παππούς, ήρθε τρέχοντας  να δει τί συμβαίνει.

"Γιατί κλαις;" τον ρώτησε, γονατίζοντας δίπλα στο παιδί.

Μέσα στο αυτί του μικρού αγοριού, το Κοράκι ψιθύρισε: «Θέλεις να παίξεις με μια μπάλα  φωτός της ημέρας." Το μικρό αγόρι τρίβοντας το αυτί του , επανέλαβε τα λόγια του κόρακα.

Ο αρχηγός έστειλε την κόρη του να του φέρει το  λαμπερό κουτί στη γωνία. απ΄όπου έβγαλε μια λαμπερή μπάλα , την έδεσε μ΄ένα κορδόνι, και την έδωσε στο μικρό αγόρι. Εκείνο έτριψε το αυτί του σκεπτικά πριν πάρει την μπάλα. Ήταν γεμάτη φως και  σκιά,  χρώμα και σχήμα. Το παιδί γέλασε ευτυχισμένο, τραβώντας το κορδόνι και βλέποντας την μπάλα ν΄αναπηδά.

Στη συνέχεια το Κοράκι έξυσε και πάλι  τ΄αυτί του μικρού  και κείνο άρχισε να κλαίει.

"Μην κλαις, μικρέ," είπε ο αφοσιωμένος παππούς με αγωνία. "Πες μου τί συμβαίνει."

Μέσα στο αυτί του αγοριού, το Κοράκι ψιθύρισε: «Θέλω να πάμε έξω για να παίξω." Το αγόρι έτριψε το αυτί του και, στη συνέχεια, επανέλαβε τα λόγια στον παππού του. Αμέσως, ο αρχηγός σήκωσε το μικρό παιδί και το μετέφερε έξω, ακολουθούμενος από τη μητέρα του ανησυχούσε.

Μόλις βγήκαν έξω το Κοράκι  όρμησε έξω από το αυτί του παιδιού παίρνοντας τη φυσική μορφή του και άρπαξε από το χέρι του μικρού αγοριού  το κορδόνι . Σηκώθηκε ψηλά στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού, σέρνοντας μαζί του την μπάλα της ημέρας .

Στις βορειότερες περιοχές, οι Ινουίτ είδαν μια σπίθα φωτός  να βγαίνει μέσ' από το σκοτάδι που σιγά -σιγά γινόταν  μεγαλύτερη και μεγαλύτερη , ώσπου είδαν τα φτερά του Κόρακα που πετούσε προς το μέρος τους. Οι άνθρωποι αναστέναξαν από ευχαρίστηση και πλησίασαν να θαυμάσουν.

Το κοράκι έριξε τη σφαίρα, που έσκασε στο έδαφος, απελευθερώνοντας το φως της ημέρας,  πάνω και έξω, φωτίζοντας κάθε σκοτεινό μέρος και διώχνοντας κάθε σκιά. Ο ουρανός φωτίστηκε και έγινε μπλε. Τα σκοτεινά βουνά πήραν  χρώμα και  φως και μορφή. Το χιόνι και ο πάγος άστραφτε τόσο λαμπρά που οι Ινουίτ έπρεπε να καλύψουν τα μάτια τους.

Οι άνθρωποι γέλασαν και φώναξαν χαρούμενα για  την καλή τους τύχη. Αλλά το Κοράκι τους είπε ότι το φως της ημέρας δεν θα διαρκέσει για πάντα. Το μόνο που είχε  καταφέρει , ήταν να πάρει  μία μπάλα  φωτός της ημέρας από τους ανθρώπους του νότου, που θα πρέπει να ξεκουράζεται για έξι μήνες κάθε χρόνο για να ανακτήσει τη δύναμή της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των έξι μηνών, το σκοτάδι θα επιστρέφει.

Οι άνθρωποι, είπαν : "Μισός χρόνος  ημέρας είναι αρκετός. Πριν μας φέρεις το φως της ημέρας, ζούσαμε όλη μας τη ζωή στο σκοτάδι.!" Στη συνέχεια ευχαρίστησαν το Κοράκι ξανά και ξανά.

 Από κείνη  την ημέρα, οι Ινουίτ ζουν για ένα εξάμηνο στο σκοτάδι και ένα εξάμηνο στο φως . Και είναι πάντα καλοί κ΄ ευγενικοί με το Κοράκι, γιατί αυτό  τους έφερε το φως.

http://americanfolklore.net/folklore/animal-stories/

ΓΑΤΑ-Ν.ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Μια γάτα έρχεται απ' την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει το κρέας που της ρίχνω, μα όταν σκύψω για να τη χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο· τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να 'ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα· τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι' αυτό τραβιέται;

Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι εφαγα κλοτσιές· χάιδεψα χέρια, έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δε μπόρεσα ακόμα να την καταλάβω.

[από τα Πεζά ποιήματα, Θεσσαλονίκη, Ιανός 2004]

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ξεφυλλίζει το βιβλίο του Γιάννη Μοσχόπουλου
Το Ρουμλούκι (Καμπανία) κατά την πρώιμη και μέση οθωμανοκρατία: 
14ος αιώνας - 1830, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.
Σε πρώτο πλάνο η Μιραμάρ (φωτογραφία: Γιώργος Κορδομενίδης, 10.2.2013)
 http://entefktirio.blogspot.gr/2013/02/blog-post_1952.html

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ

Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.
Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.
Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.
- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.
Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!
Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.

(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, E´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)
Παύλος Νιρβάνας

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Ο ΕΜ.ΡΟΪΔΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ






Εξ όσων ηυτύχησα ή εδυστύχησα να γνωρίσω είµαι, πιστεύω, ο µόνος άνθρωπος όστις, αν τον ωνόµαζον ζώον, δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν. Όσον συναναστρέφοµαι τα ζώα, τόσον µάλλον πείθοµαι, ότι δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των ανθρώπων καµµία διαφορά, ως ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά µόνον ότι τα πράγµατα, κατά τα οποία διαφέροµεν από τα ζώα, δεν αποδεικνύουν όλα την ανθρωπίνην υπεροχήν. Το κυρίως διακρίνον αυτά από ηµάς είναι ότι παρέλαβον από τους ανθρώπους όσα έχουσιν ούτοι καλά, και απέφυγαν να µιµηθώσι τα άχρηστα, τα επιβλαβή και τα γελοία. Ουδέποτε έγεινε λόγος μεταξύ αυτών περί επισκέψεων του νέου έτους, ούτε περί καπνίσματος, ούτε περί φόρου επί του καπνού ή οιουδήποτε άλλου· δεν χαρτοπαικτούσι, δεν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα όταν είναι µικρά· δεν συντηρούν στρατούς, αγνοούν τι θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία, και εκ τούτου ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέµους, αλλά µόνον µονοµαχίας περί πραγμάτων τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αµέσως και προσωπικώς, περί της νοµής λ.χ. πολυχλόου τινός λειµώνος ή της ευνοίας ωραίας τινός οµοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας.
Και αυτούς τους οικογενειακούς δεσµούς περιώρισαν εις µόνους τους αναγκαίους και τους µη οχληρούς. Έχουσι µεν πατέρα και µητέρα, ούτε θείους όµως ούτε εξαδέλφους ούτε εγγόνους, και το κυριώτερον ούτε πενθερούς ούτε πενθεράς. Ζώντα κατά το ευαγγελικόν παράγγελµα µε ό, τι στείλη εις αυτά η πρόνοια του Θεού, δεν υπόκεινται εις την υποχρέωσιν να συντάξωσι διαθήκην και αγνοούσιν ότι υπάρχουσιν εις τον κόσµον συμβολαιογράφοι, όπως και δήµιοι, δικαστήρια, ιατροί, ειρκταί, στρατώνες, νοσοκοµεία, πτωχοκοµεία και οικονομικά µαγειρεία. Ταύτα λέγων ουδόλως εννοώ ν' αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είναι να µακαρίσωµεν τον άνθρωπον δι' όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή ποιότης του σώµατος και της ψυχής του, ή να θεωρήσωµεν ως µικρόν πλεονέκτηµα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς µαγείρους, να ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυµφεύωνται χωρίς παπάν, να γεννώνται άνευ της βοηθείας µαµµής και ν' αποθνήσκουν άνευ της συµπράξεως του ιατρού ή του δηµίου.

Εµµανουήλ Ροΐδης
 Άπαντα 5,218 εξ. 

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) υπήρξε σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη, όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.
 http://www.eyploia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=325:roidis&catid=79