Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

" ΤΟ ΑΛΟΓΟ " Ζ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ


{Το διήγημα αυτό του Ζαχαρία Παπαντωνίου συμπεριλήφθηκε στα Νεοελληνικά αναγνώσματα 
του έτους 1931 για τους μαθητές της Α΄τάξεως των Γυμνασίων. Έκτοτε εξοβελίσθηκε- 
και είναι νομίζω δυσεύρετο- γιατί προκαλεί ένα εύρος δυσάρεστων συναισθημάτων από πικρία 
και θλίψη μέχρι έντονο προβληματισμό και αγανάκτηση από τη στυγνή και αδιάκριτη άσκηση 
της εξουσίας και προ πάντωντην πλήρη έλλειψη ευαισθησίας των τελευταίων εκτελεστικών οργάνων}.


Ο γέρος καρροτσέρης, η επιστρατεία, ο χάρος κεραστής.



Ένα κάρρο ανέβαινε από τα σφαγεία. Μέσα έφερνε ένα βώδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό καθόταν ο καρροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός με ψαρά γένεια και το παιδί του. Το κάρρο κυλιώταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.
Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι΄άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ΄άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ΄ όλον τον ανήφορο από τα σφαγεία ίσα με την πόλη αυτό το άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή: «Έλα Κύρκο, άϊντε Κύρκο». Έτσι μ΄αυτό το χάδι ανέβαινε και σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δυό ανθρώπους.
-Που λες, είπεν ο γέρος καρροτσέρης και φτύνοντας καπνό, που λες, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ΄ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο που το βρίσκεις; Σαν τούτο! Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα και της μάνας σου, των αδελφιών σου, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφη οκτώ ανθρώπους!... Θα πης εγώ δουλεύω. Αμ΄αυτό δουλεύει πρώτα κ΄ύστερα ΄γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν΄από τη Σερβία. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξέρεις εσύ.
Πέρασε κάμποση ώρα σιωπής.
Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βωδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε:
-Που λες…. Πόσες αραμπαδιές έφερε ο Κύρκος απ΄τα νταμάρια… Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα. Μας έσωσε. Κι΄απ΄την Πεντέλη, πριν πάρουμε κάρρο δικό μας, είχε ζευτεί και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! Θεώρατο, για αγάλματα, που λες. Και να πης πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν, όμως εγώ του μιλώ. «Κύρκο», να του πης, ακούει αυτός, γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι΄αυτό.
Το κάρρο πήγαινε βαρειά. Οι ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλη. Ξανάρχισε ο γέρος:
- Άκου. Αύριο τα΄άλογο και το κάρρο και τη δουλειά θα την πάρης εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί. Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμης, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλούμε απ΄τα σφαγεία δυόμισυ δραχμές την ημέρα. Τι να κάμης, πως ν΄ανεβής σε νταμάρι, άρρωστο κορμί; Κ΄η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι. Η Βγενιώ την είδες πως είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες…
- Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου παιδί μου. Κύττα να δουλέψης. Μην το κάνης σαν το αφιλότιμο το μεγαλείτερο. Ο Θεός να τον παιδέψη αυτόν. Κύτταξε συ να πάρης τη δουλειά. Να πάρης τον Κύρκο να τον ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι΄εγώ. Και η μάννα σου να μη ξενοπλένη, κι΄η Βγενιώ να κάνη χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει τα΄ακούς; Να τον βγάλης εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάϊδευέ τον στο λαιμό. Άϊντε Κύρκο…
Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τα΄άλογο κα τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λιγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γενή καλός καρροτσέρης. Ναι! Είναι τόσο δύσκολο να ιδή κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνη την πατρική δουλειά και να την σέρνει στο μέλλον, να την κάνη κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!
Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: «Θέ μου, κάμε να μη βήχη το κορίτσι η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρη στα χέρια του το κάρρο με τον Κύρκο. Και για μένα, ό,τι πεις».
Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του, ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ΄ένα κρεββάτι μ΄εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι΄ο γιατρός νάρχεται να λέη «φάρμακα, αέρας, λουτρά», όλα τα πράμματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα.


* * *

Το κάρρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στη πόλη, όταν άκουσε μια φωνή:
-Άλτ!
Η φωνή ερχόταν από μακρυά και δεν κατάλαβε πως ήταν γι αυτόν. Όμως το «Άλτ»! ξανακούστηκε. Το κάρρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κι΄ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.
-Έλα, κατέβα κάτω, είπε ο δεκανέας.
-Σ΄εμένα το λες;
-Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.
-Και γιατί;
-Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχομε. Τώρα το μαθαίνεις;
-Επιστρατεία…
-Ναι, γειά σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάστε από κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε γειά σου. Τι έχεις μέσα…
-Κοτζάμ βώδι!
-Να το ρίξης κάτω.
-Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τ΄είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.
-Το μεροκάματο κυττάς, καημένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; χωρατεύεις;
-Για εξήγα μου, χριστιανέ μου… Για πές… πως παίρνεις έτσι τα΄άλογο τ΄αλλουνού, απ΄το δρόμο… Έτσι το λέει ο νόμος.!
-Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός βοηθάτε από δω. Σύντομα.
Είπεν ο δεκανέας κι΄οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι΄οι τρεις έσυραν το βώδι προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.
- Έλα μάρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά, πατριώτη.
- Που κοντά;
- Στον στρατώνα να πάρης τον αριθμό σου. Κι΄ύστερ΄απ΄τον πόλεμο, αν γίνη πόλεμος, ύστερ΄απ΄την επιστρατεία τέλος πάντων, νάρθης να πάρης τ΄άλογό σου και το κάρρο, ή να πληρωθής απ΄το δημόσιο αν σκοτωθή το ζω.
Ο γέρος γύρισε και κύτταξε το βώδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: «Κάτσε αυτού ως που ναρθώ».Το παιδί έπεσε απάνω στο βώδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε:
-Άμ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.
Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:
-Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν΄όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξη παιδιά. Κ΄ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμης όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούη; Πάντα καρδιά είναι.
-Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.
Φτάσανε στον στρατώνα κι΄έμπασαν το κάρρο στην αυλή φωνάζοντας «έ! ώ! 'ιπ!». Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από τις φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παληά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ τα πανηγύρια. Τούτο το μεθύσι και ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά τώβλεπεν ο γέρος. Έβλεπε του χορού τους τρελλούς γύρους, το χορευτή πούτρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασσονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, τρεξίματα άφηναν ν΄ακούγεται το μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίτες έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παππάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι΄άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν.
Μέσα στο σάλαγο σκιές, δυό-δυό, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι, χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κι΄ένοιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλος του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ΄όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμηση, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε ποια να υπάρχη. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.
Ο γέρος ήταν μόνος σ΄αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξερε και δεν τον ήξερε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.
Κι΄εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ΄ένα άλογο.
-Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα. Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κι΄ό,τι θα σ΄έδινα στο γιό μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν΄ανεβής…Να κατεβάσης αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνης… και πως…στρατιώτης ... Κύρκο… βρε… έ, Κύρκο, που μας αφίνεις!
Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:
-Άειντε, καϋμένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχωμε; Άειντε να πάρης τον αριθμό.
Ο γέρος μπήκε σ΄ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, το έβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, νωχελικά με το κεφάλι κάτου προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί.
Πολλοί γύριζαν απ΄το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ΄αυτούς ο καρροτσέρης ο πεζός, ο γέρος, ήταν ο πιο μοναχός
ΖΑΧ.Δ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ


Ζώα που έμειναν στην ιστορία για τις ηρωικές τους πράξεις



Eπιμέλεια Άννα Κωνσταντουλάκη

Iστορίες ζώων που ξεπέρασαν τον εαυτό τους όλοι ξέρουμε. Οπως ξέρουμε για τα σκυλιά που οδηγούν τυφλούς ή παίρνουν μέρος σε διασωστικές αποστολές. Υπάρχουν ωστόσο και κάποια ζώα που έχουν μείνει στην Ιστορία για τις ηρωικές αποστολές τους. 

Ας δούμε λοιπόν μια σειρά από τέτοιες ιστορίες θαρραλέων ζώων που πρόσφεραν πολλά στο ανθρώπινο είδος... 

Magic, η φοράδα - μινιατούρα στην υπηρεσία των ασθενών 

Καμιά φορά ο ηρωισμός έρχεται στην πιο σιωπηλή εκδοχή του, μεταμφιεσμένος στην πιο «ταπεινή» έκδοση ενός αλόγου-μινιατούρας που δίνει χαρά σε ανθρώπους που πάσχουν. Η Magic, η γαλανομάτα φοραδίτσα, επισκέπτεται ασθενείς στα τελευταία στάδια ανίατων ασθενειών, προσπαθώντας να ανακουφίσει τον πόνο τους. Ένα χαρακτηριστικό ωστόσο περιστατικό της χάρισε τον τίτλο του «πιο ηρωικού κατοικίδιου» για το 2010: η Magic πήγε λοιπόν την καθιερωμένη της επίσκεψη σε εγκαταστάσεις υποβοηθούμενης διαβίωσης, στις οποίες συνάντησε μια ασθενή που δεν είχε μιλήσει σε κανέναν κατά τα τρία χρόνια που βρισκόταν στη νοσοκομειακή δομή. Τη στιγμή λοιπόν που η ασθενής αντίκρισε τη Magic αναφώνησε όλο χαρά: «μα δεν είναι πανέμορφη!». Αυτές οι πρώτες λέξεις της ασθενούς έκαναν το προσωπικό να ξεσπάσει σε κλάματα και την ασθενή να αρχίσει πλέον να επικοινωνεί λεκτικά με το περιβάλλον της...

Cher Ami, το ηρωικό ταχυδρομικό πειρστέρι του πολέμου 

Κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ «στρατολόγησαν» πάνω από 200.000 περιστέρια ως ταχυδρομικά μέσα. Ένα τέτοιο περιστέρι, ο Cher Ami («Αγαπημένε Φίλε» στα γαλλικά), πέταγε από την αμερικανική του βάση στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατάφερε να μεταφέρει πάνω από 12 σημαντικές αλληλογραφίες, πριν χτυπηθεί τελικά από εχθρικά πυρά. Παρά τις σφαίρες που δέχτηκε βέβαια σε πόδι και στήθος, ολοκλήρωσε την αποστολή του, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη. Το μήνυμα που μετέφερε οδήγησε μάλιστα στη διάσωση 194 συμμαχικών στρατιωτών. Στον Cher Ami, που πέθανε το 1919, πιθανότατα λόγω των τραυμάτων του, απονεμήθηκε ο γαλλικός Σταυρός του Πολέμου για τις ηρωικές του πράξεις, ενώ το σώμα του (στο οποίο απέμεινε ένα πόδι) εκτίθεται πλέον στο Smithsonian National Museum of American History της Ουάσιγκτον...

Stubby, ο γενναίος σκύλος με το χρυσό μετάλλιο

Ο Stubby ήταν ένας αδέσποτος σκύλος, πριν βρει τελικά τη θέση του στο 102 Τάγμα Πεζικού που εκπαιδευόταν για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κοντά στο Πανεπιστήμιο του Yale. Ο στρατιώτης J. Robert Conroy βρήκε το κουτάβι εκεί κοντά το 1917 και το ονόμασε Stubby, από την κοντή του ουρά. Παρόλο που τα ζώα απαγορεύονταν στο στράτευμα, επιτράπηκε στον Stubby να παραμείνει στο στρατόπεδο όχι μόνο επειδή ήταν έξυπνος, αλλά κυρίως γιατί τόνωνε το ηθικό των φαντάρων. Αργότερα βέβαια θα αποδεικνυόταν θησαυρός! Ο Conroy έβαλε λαθραία το σκυλί στο καράβι για τη Γαλλία, κι όταν αργότερα ανακαλύφθηκε από τον επικεφαλής αξιωματικό, ο Stubby τον κέρδισε μονομιάς. Ο γενναίος σκύλος πήρε μέρος στην πρώτη γραμμή του πυρός και με τον καιρό κατάφερε να γίνει πολύτιμος: προειδοποιούσε τις διμοιρίες για χημικά και αέρια, σώζοντας στην πράξη πολλές ζωές. Περίφημο είναι και το περιστατικό όπου ματαίωσε την προσπάθεια χαρτογράφησης των συμμαχικών χαρακωμάτων από γερμανό στρατιώτη, δαγκώνοντάς τον στο πόδι και ακινητοποιώντας τον μέχρι να φτάσουν οι αμερικανοί φαντάροι. Μέχρι το τέλος του πολέμου, ο Stubby είχε πάρει μέρος σε 17 μάχες και είχε εντοπίσει αμέτρητους τραυματισμένους συντρόφους του. Ο σκύλος έγινε ισόβιο μέλος της Αμερικανικής Λεγεώνας και αργότερα η μασκότ του Πανεπιστημίου Georgetown, όταν ο Conroy πήγε εκεί για να σπουδάσει νομική. Το 1921, απονεμήθηκε στον Stubby το χρυσό μετάλλιο (σκυλίσιας) ανδρείας, ενώ θα πέθανε το 1926... 

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

ΛΑΦΙΝΑ ( ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ)



Όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιούνται
Μον' μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα αγναντεύει
Κι όπου έβρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
Κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίνα μ' ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατείς τα απόζερβα 'γναντεύεις
Κι όπου έβρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις
Ήλιε μου Σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους έκαμα μόνη χωρίς ελάφι
Δώδεκα χρόνους ήλιε μου στείρα χωρίς ελάφι
Κι από τους δώδεκα κι ομπρός απέκτησα λαφάκι.
Και σαν εβγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
Το ειδέ που βόσκαε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει
Γι' αυτό στ' απόσκια περπατώ τ' απόζερβα αγναντεύω
Κι όπου βρω γάργαρο νερό θολώνω το και πίνω
Κι ο ήλιος τότε εδάκρυσε και τα βουνά ριγήσαν
Και το φεγγάρι έσβησε ν' ακούσει το ελάφι
Κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές μαζί του αναστενάξαν
Να κάνει η μάνα το παιδί, να το σκοτών' ο άλλος
Κλάψε με, μάνα κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι.


ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΓΩΝΙΟΥ (ένας Ινδικός μύθος)



Πριν ο κόσμος γίνει κυνικός και ξεχάσει τις ιστορίες που λένε την αλήθεια, τρεις νεαρές αδερφές περπατούσαν στο δάσος. Σύντομα βρήκαν ένα μεγάλο γκριζόμαυρο πουλί στα τελευταία του, ο μακρύς λαιμός του πάνω σε ένα άλλο πουλί και τη χαλασμένη φωλιά της. Η μεγαλύτερη κοπέλα ρώτησε προς τον ουρανό: «Πατέρα, τι έπαθε στο τέκνο σου, ο Malek Taus?”

Η απάντηση, που άκουσαν στην καρδιά τους, ήταν: «Είναι λυπητερή ιστορία, παιδιά μου. Ο σμαραγδένιος βασιλιάς των ερπετών Apep παραπλάνησε το ταίρι του Malek Taus για να τη σκοτώσει και να φάει τα αυγά τους. Ο Malek επέστρεψε, απ’ όπου είχε πάει να μαζέψει φαγητό, για να βρει ότι το δηλητήριο του Apep είχε ήδη δράσει στο ταίρι του και τα αγέννητα παιδιά του να έχουν γίνει τροφή για το φίδι. Στην οργή του κυνήγησε τον Apep, και του επιτιθόταν με ορμή ακόμα και αν ο Malek δεν μπορούσε να νικήσει.»

Το μικρότερο από τα κορίτσια κράτησε το ετοιμοθάνατο πτηνό, χαϊδεύοντας τα καφέ φτερά του, και φώναξε: «Πατέρα, θα έπρεπε να ανταμειφθεί γιατί η καρδιά του ήταν γενναία και αληθινή! Δεν μπορείς να του χαρίσεις ανοσία από το δηλητήριο και να τον βάλεις να σου προστατεύει τον κήπο;» 
Το μεσαίο παιδί είπε: «Η ομορφιά του θα έπρεπε να είναι ισάξια της γενναιότητάς του. Τα φτερά του θα έπρεπε να δείχνουν όλη τη δόξα των ουρανών, η ουρά του να είναι τόσο φαρδιά όσο το ερπετό ήταν μακρύ.»

«Και εσύ;» ρώτησε ο Πατέρας τη μεγαλύτερη. «Πως θα βοηθούσες αυτό το πλάσμα;»
Η κοπέλα αναλογίστηκε όλα αυτά που είχε ακούσει πριν απαντήσει, «Οι ευχές των αδερφών μου είναι ευγενείς και καλές, αλλά χωρίς σοφία η ομορφιά και η δύναμη εύκολα γίνονται ματαιοδοξία και τυραννία. Επειδή Εσύ παρακολουθείς πάντα τα παιδιά σου, στα φτερά του θα έβαζα εκατοντάδες απαστράπτοντα μάτια για να υπενθυμίζουν σε όλους ότι υπό τη ματιά Σου θα έπρεπε όλοι να πασχίζουμε να είμαστε τόσο ευγενείς όσο αυτό το πουλί, έτοιμοι να θυσιάσουμε τα πάντα για αυτούς που αγαπάμε.»
Ευχαριστημένος ο Πατέρας είπε στο Malek Taus, «Σήκω και αποδέξου τις ευλογίες που σου έδωσαν οι κόρες μου. Θα συνεχίσεις ως ο φάρος μου, για να υπενθυμίζεις στον κόσμο ότι είναι πιο δυνατοί και γενναίοι από ό, τι  πιστεύουν, πιο όμορφοι από ό, τι αντιλαμβάνονται και ότι θα προστατεύονται για πάντα υπό την επίβλεψή Μου.»

Και έτσι το παγώνι και το ταίρι του ξύπνησαν, όχι πια ένα μονότονο καφέ, αλλά πιο μπλε από τον ουρανό και πιο λαμπερά από το πιο λαμπρό ουράνιο τόξο.
Αν και ο κόσμος προχώρησε και ξέχασε την ιστορία, τα δώρα των κοριτσιών αντέχουν στο χρόνο. Τα παγώνια είναι ακόμα γενναία και πιστά, έχουν χρησιμοποιηθεί σε όλο τον κόσμο σαν φρουροί, ευδοκιμώντας με μια διατροφή από δηλητηριώδη φίδια. Θεωρούνταν ιεροί αγγελιοφόροι του Θείου από τις μεγαλύτερες θρησκείες, τα τελευταία 3000 έτη.
Μέχρι σήμερα, ένα φτερό παγωνιού θεωρείται δώρο που προσφέρει ειρήνη, αγάπη και χαρά.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Συγγραφείς και ζώα

Ποιος είναι ο Μπακ του Τζακ Λόντον και ποιος ο Κάφκα του Μουρακάμι - Ποιος ο Μηδέν του Σαρτρ και ποιος ο Αντόρνο του Κορτάσαρ - Σκύλοι, γάτες, ακόμη και φάλαινες, αποκτούν ανθρωπομορφικά στοιχεία δημιουργώντας υπέροχες αλληγορίες
Η Ιταλίδα συγγραφέας Ελσα Μοράντε, σε νεαρή ηλικία, με τις δύο γάτες της


Οταν ο Τ.Σ. Ελιοτ εξέδιδε το 1939 την ποιητική του συλλογή Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ (Old Possum's Book of Practical Cats), ήταν αδύνατον να φανταστεί πως τα ποιήματα εκείνα θα ενέπνεαν τόσους και τόσους - μουσικούς κατά το πλείστον. Aποκορύφωμα το μιούζικαλ «Cats» του Αντριου Λόιντ Βέμπερ που παρουσιάστηκε το 1981 στο Λονδίνο και έναν χρόνο αργότερα στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Υπήρξε το μακροβιότερο του είδους, ώσπου να ξεπεραστεί από «Το φάντασμα της όπερας» του ίδιου συνθέτη.

Το κοινό διαπίστωνε ότι ο σοβαρός, σκυθρωπός και αυστηρός ποιητής της Ερημης χώραςδιέθετε μιαν απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Ολα τα ανθρωπομορφικά στοιχεία, που στην υπόλοιπη ποίησή του είναι δυσδιάκριτα, αν δεχθεί κανείς ότι υπάρχουν, αναδεικνύονται στα ποιήματα αυτά που προκαλούν την ευφορία, το γέλιο και τον θαυμασμό - για να μην αναφερθούμε στην ευρηματικότητα και στην ασύγκριτη τεχνική τους.

Ο Ελιοτ δεν ήταν ασφαλώς ο μόνος συγγραφέας της νεότερης εποχής που είχε αδυναμία στα ζώα και ειδικότερα στις γάτες. Τις λάτρευαν η Κολέτ, ο Μαρκ Τουέιν, ο Χέμινγκγουεϊ και ο Σαρτρ, που τη γάτα του την ονόμαζε - τι άλλο; - Μηδέν (από το βασικό του βιβλίο, θεωρούμενο και καταστατικό έργο του υπαρξισμού, Το είναι και το μηδέν ). Ο Χούλιο Κορτάσαρ είχε δώσει το όνομα Τέοντορ Αντόρνο στη δική του, ο Μπέκετ ονόμασε τα δύο γατάκια του Βατ και Μέρφι (που είναι οι τίτλοι δύο μυθιστορημάτων του) και ο Χαρούκι Μουρακάμι σήμερα αποκαλεί τον γάτο του Κάφκα. Αλλοι σημαντικοί συγγραφείς όμως είχαν αδυναμία στους σκύλους, όπως ο Φόκνερ και ο Στάινμπεκ.

Γάτες πονηρές και δαιμονικές

Η σχέση των συγγραφέων με τα ζώα δεν περιορίζεται στην παιδική λογοτεχνία, μολονότι ο ανθρωπομορφικός χαρακτήρας των παραμυθιών όπου πρωταγωνιστούν ζώα κινηματοποιεί δραστικότερα τη φαντασία και καθιστά γοητευτικότερη την αλληγορία.

Οι συγγραφείς είχαν πάντοτε στενή σχέση με τα ζώα, ίσως γιατί προσπαθώντας να διεισδύσουν στην ανθρώπινη ψυχή πολλοί αμφιβάλλουν για το αν ο άνθρωπος είναι το κέντρο του Σύμπαντος. Και αν οι περισσότεροι τρέφουν αδυναμία στις γάτες, αυτό ίσως οφείλεται στην αίσθηση ελευθερίας που αποπνέουν αυτά τα υπερήφανα ζώα.
Για τούτο το αιλουροειδές έχουν γραφεί αναρίθμητες σελίδες από τον καιρό ακόμη που λατρευόταν στην αρχαία Αίγυπτο. Εξακολουθούν να γράφονται πλήθος γοητευτικά κείμενα και σήμερα. Για τη γάτα έγραψαν ποιητές πρώτης γραμμής: από τον Μποντλέρ και τον Τζον Κιτς ως τον Ρίλκε, τον Γέιτς και τον Μοντάλε. Και δικοί μας: ο Καββαδίας, ο Σαχτούρης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Πατρίκιος, η Δημουλά και άλλοι. (Για να μη μιλήσουμε για τις στερεότυπες εκφράσεις, όπως «μάτια γάτας», «περπάτημα γάτας», «ήρθε σαν τη γάτα», «αυτός είναι γάτα» και τις συναφείς.)

Η γάτα είναι σύμβολο του μυστηρίου και της ανεξαρτησίας. Στην Ερημη χώρα του Ελιοτ η πόλη (το Λονδίνο) είναι τόπος της εξορίας και της πτώσης, αλλά στο Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ το Λονδίνο των γάτων του είναι βασίλειο της ελευθερίας και της κατεργαριάς.
Ω
ς πλάσματα πονηρά και ανεξάρτητα - αλλά και δαιμονικά ενίοτε - εμφανίζονται στη λογοτεχνία οι γάτες. Μια τέτοια γάτα είναι ένας από τους εντυπωσιακότερους χαρακτήρες του Μπουλγκάκοφ στο σατιρικό του μυθιστόρημα Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα , όπου ο Εξαποδώ αποφασίζει να χώσει τη μύτη του στις υποθέσεις της Σοβιετικής Ενωσης. Της δίνει το όνομα Μπέγκεμοτ (η ρωσική ονομασία, που σημαίνει επίσης και ιπποπόταμος, του βιβλικού τέρατος Βεεμώθ). Είναι τεράστια, σχεδόν όσο και μια αρκούδα, βαδίζει στα δύο πόδια και λατρεύει τη βότκα, τα πιστόλια και το σκάκι. Αυτονόητο, θα έλεγα, αφού βρίσκεται στη Μόσχα. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να συλλάβει κανείς την πολιτική διάσταση του βιβλίου. Γι' αυτό και το μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ μόλις το 1967 εκδόθηκε στη Σοβιετική Ενωση.

Αλλά ο ευφυής εκείνος συγγραφέας έγραψε κι ένα άλλο σημαντικό έργο, την Καρδιά ενός σκύλου όπου δεν πρωταγωνιστεί μια γάτα αλλά ένας αδέσποτος σκύλος, ο οποίος παίρνει τη μορφή ανθρώπου. Το αγαθό τετράποδο γίνεται άνθρωπος, δηλαδή το είδος του ανθρώπου που φιλοδοξούσε να δημιουργήσει το σοβιετικό σύστημα. Γραμμένο το 1925, είχε την ίδια περίπου τύχη με το Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα . Παρέμεινε ανέκδοτο ως το 1987.

Η αφοσίωση του σκύλου

Αν η γάτα θεωρείται σύμβολο της ανεξαρτησίας, ο σκύλος είναι το παράδειγμα της απόλυτης αφοσίωσης, λέει η κοινοτοπία - μολονότι αυτό ισχύει ως εκεί που ισχύει. Βεβαίως, το αντιπροσωπευτικότερο (αλλά και συγκινητικότερο) παράδειγμα αγάπης και αφοσίωσης είναι, ως γνωστόν, ο Αργος, το σκυλί του Οδυσσέα που τον αναγνωρίζει κι ας είναι ντυμένος ζητιάνος, κι ας έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε που έφυγε.

Η απόδοση ανθρώπινων γνωρισμάτων στα ζώα - και το αντίστροφο - είναι ένας τρόπος να καταλαβαίνει κανείς καλύτερα τον κόσμο και στο πρακτικό και στο φαντασιακό επίπεδο.

Ο σύγχρονος συγγραφέας που λάτρεψε τους σκύλους ήταν ο Τζακ Λόντον. Οποιος έχει διαβάσει ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του, το Κάλεσμα της άγριας φύσης , δεν πρόκειται να λησμονήσει τον πρωταγωνιστή του, τον σκύλο Μπακ, απόλυτο σύμβολο αφοσίωσης αλλά και του αγώνα για επιβίωση. Και κανένα άλλο πλάσμα δεν εκφράζει καλύτερα εκείνο που έλεγε ο συγγραφέας: πως το να δίνεις τροφή σε έναν σκύλο όταν πεινάει δεν είναι ένδειξη αγάπης. Ενδειξη αγάπης είναι όταν μοιράζεσαι μαζί του το φαγητό σου.

Γιατί όμως οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες καταλαβαίνουν καλύτερα - δεν θα έλεγα φυσικά πως αγαπούν περισσότερο - τα ζώα; Προφανώς επειδή ο ανθρωπομορφισμός και η μεταμόρφωση είναι συστατικά γνωρίσματα της φαντασίας, όπου μπορεί κανείς να κινηθεί με μεγαλύτερη ελευθερία, να αξιοποιήσει εντυπωσιακότερα την επινοητικότητά του, να μετατοπίσει το νόημα στην περιοχή της γοητείας και του παράξενου, να μας πει τελικά ότι ο κόσμος είναι πολύ ευρύτερος από όσο πιστεύουμε. Από τον Αίσωπο στον Λαφοντέν και από εκεί στον Αντερσεν και στους σύγχρονους μυθογράφους, η αλληγορική γλώσσα παραμένει κυρίαρχη σε μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας κουλτούρας που θέλει να μιλήσει για το παρόν χωρίς να αποσπαστεί από τις μυθολογικές ρίζες και τα αιώνια προβλήματα: του Καλού και του Κακού, της αλήθειας και του ψέματος, της ζωής και του θανάτου.

Ο Οργουελ και τα ζώα

Τα ζώα κυριαρχούν στην παιδική λογοτεχνία, όμως στη λογοτεχνία των ενηλίκων μας θυμίζουν πως και ο πολιτισμός έχει την παιδική του ηλικία, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά της. Οτι το αρχέγονο, το θαύμα συχνά, αλλά και η βαρβαρότητα όχι λίγες φορές έρχονται από το παρελθόν και μπορούν να παραμορφώσουν το παρόν.

Ετσι, για να καταγγείλει τον σταλινικό ολοκληρωτισμό ο Τζορτζ Οργουελ έγραψε μιαν ανεπανάληπτη πολιτική αλληγορία, τη Φάρμα των ζώων , όπου οι πρωταγωνιστές είναι τα ζώα ενός αγροκτήματος που κάποια μέρα επαναστατούν, διώχνουν τον ιδιοκτήτη και αναλαμβάνουν από κοινού τη φάρμα. Κάποια στιγμή όμως τα γουρούνια παίρνουν την εξουσία και επιβάλλουν ένα τυραννικό καθεστώς. Στο τέλος, οι ηγέτες τους «τα βρίσκουν» με τους ιδιοκτήτες των κτημάτων και στο συμπόσιο όπου τρώνε και πίνουν τους βλέπουν τα άλλα ζώα του αγροκτήματος και δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν ποιοι από τους συνδαιτυμόνες είναι οι άνθρωποι και ποιοι τα ζώα.

Ο Οργουελ είχε δει από νωρίς τη μεταλλαγή του σοβιετικού καθεστώτος και τη μετατροπή του σε δικτατορία. Και δεν είναι διόλου τυχαίο που στον αρχηγό των γουρουνιών (που αντιπροσωπεύει τον Στάλιν) δίνει το όνομα Ναπολέων. Για να τονίσει πως, εκτός από ολοκληρωτικό, το καθεστώς είχε και αυτοκρατορικό χαρακτήρα.


Ο Μέλβιλ και ο Χ. Γκ. Γουέλς

Ουδείς φανταζόταν έως τον 19ο αιώνα πως θα βρισκόταν συγγραφέας που θα επέλεγε ένα θαλάσσιο κήτος, μιαν άσπρη φάλαινα, για να στήσει μια αλληγορία του Κακού, της έμμονης ιδέας για εκδίκηση, του πάθους που τυφλώνει τον νου και σε τελική ανάλυση της ζωής και του θανάτου. Πρόκειται φυσικά για τον Μόμπι Ντικ (όνομα της φάλαινας) του Χέρμαν Μέλβιλ, ένα από τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, όπου κι αυτά που προανέφερα μέρος μόνο καλύπτουν από το τεράστιο συμβολικό πεδίο που ανοίγεται σε τούτο το μεγάλο έργο.

Αργότερα ο Χ. Γκ. Γουέλς εξέδωσε το Νησί του δρος Μορό , από τα πρώτα και σημαντικότερα έργα επιστημονικής φαντασίας, όπου σε ένα νησί ο παρανοϊκός δρ Μορό δημιουργεί ζώα που μοιάζουν με ανθρώπους διά της ζωοτομίας, μιας φριχτής πρακτικής που μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος απαγορεύτηκε στην Αγγλία.
Θα μπορούσε κανείς να επεκταθεί σε πλήθος παραδείγματα. Πάντως, το πέρασμα των ζώων από τη λογοτεχνία και την τέχνη και στη συνέχεια από τη μαζική κουλτούρα (με κατ' εξοχήν παράδειγμα τον Ντίσνεϊ) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ζωοφιλίας σε όλον τον κόσμο. Οι άνθρωποι, στη Δύση τουλάχιστον, άρχισαν να συμπεριφέρονται καλύτερα στα ζώα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα ζώα - και ειδικότερα τα κατοικίδια - είχαν καλύτερη μεταχείριση από τον 19ο ακόμη αιώνα, αν κρίνει κανείς από τα κείμενα των δύο υπερβατιστών δοκιμιογράφων της χώρας: του Εμερσον και του Θορό. Στην Αγγλία έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια πολλά βιβλία για τα δικαιώματα των ζώων, ενώ και στον τόπο μας τα περιστατικά κακομεταχείρισής τους, που κάποτε ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, έχουν περιοριστεί. Στον ισλαμικό κόσμο φέρονταν πάντα με μεγάλο σεβασμό στις γάτες, ενώ μεταχειρίζονται και σήμερα με άθλιο τρόπο τους σκύλους (προφανώς επειδή η γάτα ήταν το αγαπημένο ζώο του προφήτη Μωάμεθ).

Πέρα από τις αναλύσεις, τις κατηγοριοποιήσεις του πνεύματος και τα συναφή, μια απλή αλήθεια ορίζει τον πολιτισμό κάθε κοινωνίας: το πώς συμπεριφέρεται στους αναπήρους, στα παιδιά και στα ζώα.

Το βάφτισμα των γάτων

Το να βαφτίζεις τα γατιά έχει μια δυσκολία...
Δεν είναι επιπόλαιη κι ανάλαφρη ασχολία
Καθόλου δεν τρελάθηκα και δεν το λέω αστεία:
Κάθε μια γάτα ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ!
Ενα, να τη φωνάζουμε στην οικογένειά της
Ας πούμε Βίκτωρ, Αύγουστος, Τζωρτζίνα, Ιπποκράτης
Ας πούμε Μέρλιν, Τζόναθαν, Αλόνζο, Μανταλένα
Καθημερινά ονόματα, καλά συνηθισμένα
Ονόματα για τζέντλεμεν και άλλα για κυρίες
Ας πούμε Πλάτων, Αδμητος, Ηλέκτρα, Ευρυάλη
Μα όλα αυτά είναι κοινά, και θα τα έχουν κι άλλοι.
Μια γάτα όμως, να ξέρετε, θέλει και το δικό της
Το δεύτερο το όνομα, το αποκλειστικό της!
Για να μπορεί αφ' υψηλού τον κόσμο να κοιτάει
Και την ουρά της πάντοτε ψηλά να την κρατάει.
Πρέπει να είναι όνομα μονάχα για μια Γάτα:
Χουρχούρης, για παράδειγμα, Γλείψος, Χνουδοπατάτα
Κι άλλα πολλά τέτοιας λογής μπορώ να αναφέρω:
Μπομπαλουρίνα, Πιρπιρής, Φρουφρού, Τρελοκαμπέρω.
Πέρα όμως απ' αυτά τα δυο, υπάρχει κι ένα άλλο
Τ' όνομα το μοναδικό, το τρίτο, το μεγάλο:
Το όνομα το μυστικό, ΠΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ
Και Γάτα σ' άνθρωπο μπροστά ποτέ δεν αναφέρει.
Οταν σε διαλογισμό λοιπόν μια γάτα δείτε
Πάντα ο λόγος είν' αυτός και να το θυμηθείτε:
Σ' απύθμενους συλλογισμούς βρίσκεται βυθισμένη
Για τ' όνομα το άρρητο
Το αρρητορητονιάρρρητο
Το όνομά της το κρυφό σκέπτεται μαγεμένη

T.S. Eliot, από το Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ . Μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη και Αντώνης Ζέρβας. Εκδόσεις Αγρα

δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ 31/8/2014